7.9.13

Σας περιμένω, ε?


Πάμε στα παλιά. Πίσω. Ώρες, ώρες μου θυμίζω τον πατέρα μου. Πίσω στα παλιά. Ιστορίες από τα ντουλάπια. Ξεχασμένες, αλλά και χιλιοειπωμένες. Με φοβίζει που όσο μεγαλώνω, μοιάζω. Παλιά δεν έμοιαζα ή έτσι θεωρούσα. Τώρα μοιάζω όλο και περισσότερο.

Πίσω λοιπόν στον Δεκέμβρη του 1975. Μαθητής της πρώτης γυμνασίου. Εννοείται αμούστακος, εννοείται παιδάκι. Γυμνασιόπαις πλέον που πριν λίγες μέρες η ζωή του έμελλε να αλλάξει με έναν τρόπο που στα μάτια του φάνταζε δραματικός.

Γιος δημοσίου υπαλλήλου, η ζωή μου, οι φιλίες μου, οι σχέσεις μου όλες βασίζονταν στις μεταθέσεις του πατέρα. Μέχρι τότε είχα φανεί τυχερός. Τίποτα δεν είχε συμβεί. Εκεί που γεννήθηκα, εκεί μεγάλωνα. Όλα αυτά πριν δεκαπέντε μέρες. Τότε ανακοινώθηκε η μετάθεση του πατέρα. Κι ο μικρός εύθραυστός μου κόσμος, έμελλε να ταρακουνηθεί από σεισμό 7 Ρίχτερ. Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες και το τι σήμαινε αυτό για τον μικρόκοσμό μου. Θα πάω κατευθείαν στα γεγονότα.

Ήταν γεγονός, φεύγαμε. Πακετάραμε. Στέλναμε λίγα, λίγα πράγματα στην νέα μας διεύθυνση. Σε άλλη πόλη, σε άλλο νομό. Το σπίτι άδειαζε, κι όσο άδειαζε το σπίτι, τόσο γέμιζε η μελαγχολία την καρδιά μου. Οι γονείς μου, το έπιασαν. Έπρεπε κάτι να κάνουν άμεσα, έπρεπε να μου χρυσώσουν το χάπι, να το καταπιώ ευκολότερα. Η ιδέα έπεσε στο μεσημεριανό φαγητό μας κι ήταν αποδεχτή κι από τους τρεις μας. Πάρτι. Ναι θα γινόταν ένα αποχαιρετιστήριο πάρτι για τους φίλους μου. Βόλευε άλλωστε, το σπίτι είχε σχεδόν αδειάσει κι υπήρχε άπλετος χώρος για χορό και ξεφάντωμα.

Ορίστηκε κι η μέρα. Το τελευταίο Σάββατο, πριν το κλείσιμο του σχολείου για τα Χριστούγεννα. Άλλωστε την Κυριακή, την αμέσως επομένη δηλαδή σαλπάραμε. Οι δικοί μου ήθελαν να φύγω από το μέρος που γεννήθηκα με μια κεφάτη ανάμνηση.

Η προσμονή μεγάλη. Μέτραγα μια μια τις μέρες μέχρι το μεγάλο Σάββατο. Έτσι ήταν για μένα. Το μεγάλο Σάββατο. Είχα καλέσει όλους τους φίλους μου, αλλά και τους φίλους των φίλων μου και πάει λέγοντας η αλυσίδα. Είχε χαθεί ο αριθμός. Αλλά η χαρά μεγάλη για το πάρτι και κάπου είχε εξαφανιστεί η θλίψη του ξεριζωμού. Μελοδραματικό, αλλά ξεριζωμός για μένα.

Κι ήρθε η Παρασκευή, κι όλα ήταν έτοιμα. Παρότι στην καρδιά του χειμώνα, η παραγγελιά για γλυκό ήταν παγωτό. Ναι ήθελα παγωτό για φινάλε. Είχαν αγοραστεί και τα αναψυκτικά και τα βερμούτ για τα μεγαλύτερα παιδιά και τα ξηροκάρπια και τα διάφορα τα του μπουφέ ήταν έτοιμα. Είχε επιστρατευτεί μια γειτονιά ολόκληρη για τις ετοιμασίες.

Κι έφτασε και το Σάββατο. Κι άνοιξαν οι ουρανοί. Κι άρχισε να βρέχει και να βρέχει και να βρέχει. Κι οι δρόμοι να γίνονται ποτάμια κι η αγωνία μου για το πάρτι να χτυπάει κόκκινο. Κάτι τηλεφωνήματα που έγιναν ήταν αποκαρδιωτικά. Πως να έρθουμε; Δεν κυκλοφορεί τίποτα. Μακάρι να σταματήσει η βροχή. Τέτοια βροχή δεν έχει ξαναδεί το νησί. Κι όλο η βροχή να δυναμώνει κι αστραπές κι οι βροντές να σκίζουν τον ουρανό και τα δικά μου σωθικά.

- Σας περιμένω, ε;
- Σας περιμένω, Ε;
- ΣΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΩ, Ε;

Το πάρτι ήταν για τις επτά. Η ώρα είχε πάει εννιά το βράδι και το κουδούνι δεν είχε χτυπήσει ακόμα. Άδειο το σπίτι κι από έπιπλα κι από ανθρώπους κι από συναισθήματα. Βροχή και παγωνιά παντού. Και μέσα κι έξω. Εγώ πίσω από την πόρτα να περιμένω να ακούσω. Να γίνει κάτι. Τίποτα. Μόνο αστραπές και βροντές.

Δέκα παρά, χωμένος σε μια γωνιά στο άδειο σαλόνι,  με έκφραση δαρμένου σκύλου, έτοιμος να βάλω τα κλάμματα ... ντρινννννννννννννννννννννννννννν

Το κουδούνι!!! Η πόρτα!!! Ήρθε!!! Έστω κι ένας, κάποιος ήρθε!!! Ανοίγω την πόρτα. Κι αρχίζουν να μπαίνουν και να μπαίνουν και να μπαίνουν και να μπαίνουν. Ένας πρόχειρος υπολογισμός έδειχνε πάνω από 150 άτομα!

Το σπίτι γέμισε!!! Ευτυχώς δεν υπήρχαν έπιπλα!!! Φωνές, αγκαλιές, φιλιά!!! Το φορητό πικ απ, που κουβάλαγε σε όλα μας τα πάρτι ο Γιώργος, στήθηκε. Ο πρώτος δίσκος μπήκε.

Η μεγάλη κυρία της Disco, η Gloria Gaynor είχε χτενίσει το άφρο μαλλί της προσεχτικά, είχε φορέσει το glitter make up της, φόρεσε το φόρεμα το στραφταλιζέ με τις βάτες, έπιασε το μικρόφωνο κι άρχισε να μας δονεί με την επιτυχία της Never Can Say Goodbye και το πάρτι ξεκίνησε.

υγ1 για το λογοτεχνικό Σάββατο της Βερόνικα
υγ2 αρκετά σκουριάσαμε, ας πιάσουμε τα πληκτρολόγια

11 comments:

  1. τώρα εγώ γιατί συγκινήθηκα;
    είναι η ιδέα του ξεριζωμού;
    είναι η προσμονή κι η αίσθηση ότι "όλο το σύμπαν συνομοτεί" ενταντίον μου;
    είναι ότι στο τέλος "η χοντρή κυρία θα τραγουδήσει;"
    ίσως όλα μαζί, γράφε συχνότερα ντε

    ReplyDelete
  2. Εγώ τώρα γιατί συγκινήθηκα δεν ξέρω...

    Να τα πιάσατε τα πληκτρολόγια, σας πάνε.

    ReplyDelete
  3. Ωχ Παναγία μου... εκεί στο "σας περιμένω ε;" η καρδιά μου σφίχτηκε...
    Τέλος καλό... όλα καλά !!!
    (τί όμορφη ανάμνηση!)

    ReplyDelete
  4. είπα κι εγώ, ειχαμε ραντεβού.
    το γράφε συχνότερα το είπα εχθές που τριγύρναγα και διάβαζα τα παλιά σου. ετσι.. μουρθε..

    ReplyDelete
  5. αχ βρε γοητευτικέ μας παραγωγέ, έγραψες πάλι!!!

    φιλιά!

    ReplyDelete
  6. χαχαχα! Μα καλά πως έγινε αυτό κι ήρθανε όλοι μαζί?
    Ναυλώσανε πούλμαν ή απλα σταμάτησε η βροχή και συναντηθήκανε το μπουλούκι όλο μαζί στο δρόμο καθ'οδόν?
    Πολύ όμορφη ανάμνηση... ευχαριστούμε που την μοιράστηκες μαζί μας...
    Από κάτι τέτοια καταλαβαίνει πολλά κανείς για τον άνθρωπο και για την οικογένεια στην οποία μεγάλωσε.
    Είσαι ένα πολύ τυχερό παιδάκι Παυλίτο... :)
    Μάκια!

    ReplyDelete
  7. Kαι εγω συγκινηθηκα μαζι με τους υπολοιπους ...οταν θες ομως μπορεις να γινεις πολυ καλουλης,το ξερεις,ε;

    ReplyDelete
  8. Καλάααα, μεγάλη και ευχάριστη έκπληξη, φίλε μου. Μας χάρησες μια όμορφη ιστορία με ένα όμορφο τελείωμα, συναρπαστικό, σχεδόν ήμουν στην ίδια γωνία του σπιτιού ...

    Ας αρχίσει το πάρτι.

    Φιλάκια, καφεδάκι και ευχαριστώ!

    ReplyDelete
  9. ωραίες θύμησες...στιγμές....να σαι καλά

    ReplyDelete
  10. Πολυ ζωντανό κείμενο γεμάτο συναισθήματα με εξαιρετική γραφή,,στιγμές που όλοι μας έχουμε περάσει και έχουμε κρατήσει πολύ τρυφερά στο χρυσό κουτάκι των αναμνήσεών μας...με απίθανο φινάλε εκρηκτικό..

    ReplyDelete

Πόσα μυστήρια να λύσω πια?