Έπεσα, χτύπησα. Σηκώθηκα ξανά, σκούπισα τα αίματα, συνέχισα.
Μεταφορικά και κυριολεκτικά. Όλη μου η ζωή μία πάλη, ένας αγώνας επιβίωσης, επιβεβαίωσης, καταξίωσης. Κουράστηκα, απόκαμα πια. Μέχρι πότε. Θεέ μου αν με ακούς δώσε ένα τέλος. Δεν το βλέπεις;
Από μικρό παιδί μια ευχή άκουγα. Χώμα να πιάνεις χρυσάφι να γίνεται. Όλα του κόσμου τα καλά στα χέρια σου. Όλες οι ευχές του κόσμου να σε συντροφέυουν στην ζωή. Αυτό, απ’ όλους, πάντα μια ευχή.
Ένας μόνο. Μάλλον μία. Έπαιζα στον κήπο με κοντά παντελονάκια και μια γυνεκεία φωνή πίσω από την πόρτα της αποθήκης ακούστηκε να λέει : Χρυσό να πιάνεις, λάσπη να γίνεται. Στάχια να θερίζεις άχυρα να μαζεύεις.
Δεν έδωσα σημασία, τα χρόνια πέρναγαν. Μεγάλωσα. Σπούδασα. Έπιασα δουλειά από τα δεκαοχτώ μου χρόνια. Πολλές σε φορές και σε δυό ή τρεις δουλειές. Θα μπορούσες να πεις ότι έχω βγάλει λεφτά, πολλά λεφτά. Κάποιος που δουλεύει 30 χρόνια, δεν μπορεί, λεφτά θα έχει.
Απόκαμα, έγειρα κι έκλεισα τα μάτια. Ήρθες στον ύπνο μου, σαν φωνή στην αρχή. Σιγά σιγά έπαιρνες μορφή. Ήσουν εσύ. Δεν το πίστευα. Εσύ με την κουβέρτα που μου έπλεκες, με αυτήν την κόκκινη κλωστή. Καθιστή με ένα κόκκινο κουβάρι στην ποδιά και το βελονάκι σου να πλέκεις.
Έπλεκε τα τριαντάφυλλα που θα στόλιζε την κουβέρτα. Έπλεκε και μονολογούσε : Χρυσό να πιάνεις, λάσπη να γίνεται. Στάχια να θερίζεις άχυρα να μαζεύεις. Αυτό δεν το περίμενα. Τι κακό σου είχα κάνει; Γιατί; Δεν μπορούσα να το καταλάβω. Δεν το χώραγε ο νους μου.
Τα χρόνια πέρναγαν και πέρναγαν και πέρναγαν. Στο μυαλό μου πάντα τα λόγια σου. Μεγάλωσα εγώ κι εσύ γέρασες. Λίγο πριν το τέλος με φώναξες. Ήθελες συγχώρεση, να φύγεις ελεύθερη για το ταξίδι σου. Σε φίλησα, σου ευχήθηκα καλό ταξίδι αλλά συγχώρεση δεν μπόρεσα...
Πέρασαν σχεδόν δέκα χρόνια από τότε που έφυγες. Σήμερα ο δρόμος με έβγαλε σε ένα νεκροταφείο. Μπήκα μέσα, άναψα ένα κερί για την ψυχή σου, να είσαι καλοτάξειδη, να είσαι καλά όπου κι αν βρίσκεσαι. Σου έδωσα και την συγχώρεση που σου αρνήθηκα τότε.
Την κόκκινη κουβέρτα με τα τριαντάφυλλα την κρατάω ακόμα. Ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχή σου.
Υγ Για το λογοτεχνικό Σάββατο της Verόnica και της Ελένης.
Μεταφορικά και κυριολεκτικά. Όλη μου η ζωή μία πάλη, ένας αγώνας επιβίωσης, επιβεβαίωσης, καταξίωσης. Κουράστηκα, απόκαμα πια. Μέχρι πότε. Θεέ μου αν με ακούς δώσε ένα τέλος. Δεν το βλέπεις;
Από μικρό παιδί μια ευχή άκουγα. Χώμα να πιάνεις χρυσάφι να γίνεται. Όλα του κόσμου τα καλά στα χέρια σου. Όλες οι ευχές του κόσμου να σε συντροφέυουν στην ζωή. Αυτό, απ’ όλους, πάντα μια ευχή.
Ένας μόνο. Μάλλον μία. Έπαιζα στον κήπο με κοντά παντελονάκια και μια γυνεκεία φωνή πίσω από την πόρτα της αποθήκης ακούστηκε να λέει : Χρυσό να πιάνεις, λάσπη να γίνεται. Στάχια να θερίζεις άχυρα να μαζεύεις.
Δεν έδωσα σημασία, τα χρόνια πέρναγαν. Μεγάλωσα. Σπούδασα. Έπιασα δουλειά από τα δεκαοχτώ μου χρόνια. Πολλές σε φορές και σε δυό ή τρεις δουλειές. Θα μπορούσες να πεις ότι έχω βγάλει λεφτά, πολλά λεφτά. Κάποιος που δουλεύει 30 χρόνια, δεν μπορεί, λεφτά θα έχει.
Απόκαμα, έγειρα κι έκλεισα τα μάτια. Ήρθες στον ύπνο μου, σαν φωνή στην αρχή. Σιγά σιγά έπαιρνες μορφή. Ήσουν εσύ. Δεν το πίστευα. Εσύ με την κουβέρτα που μου έπλεκες, με αυτήν την κόκκινη κλωστή. Καθιστή με ένα κόκκινο κουβάρι στην ποδιά και το βελονάκι σου να πλέκεις.
Έπλεκε τα τριαντάφυλλα που θα στόλιζε την κουβέρτα. Έπλεκε και μονολογούσε : Χρυσό να πιάνεις, λάσπη να γίνεται. Στάχια να θερίζεις άχυρα να μαζεύεις. Αυτό δεν το περίμενα. Τι κακό σου είχα κάνει; Γιατί; Δεν μπορούσα να το καταλάβω. Δεν το χώραγε ο νους μου.
Τα χρόνια πέρναγαν και πέρναγαν και πέρναγαν. Στο μυαλό μου πάντα τα λόγια σου. Μεγάλωσα εγώ κι εσύ γέρασες. Λίγο πριν το τέλος με φώναξες. Ήθελες συγχώρεση, να φύγεις ελεύθερη για το ταξίδι σου. Σε φίλησα, σου ευχήθηκα καλό ταξίδι αλλά συγχώρεση δεν μπόρεσα...
Πέρασαν σχεδόν δέκα χρόνια από τότε που έφυγες. Σήμερα ο δρόμος με έβγαλε σε ένα νεκροταφείο. Μπήκα μέσα, άναψα ένα κερί για την ψυχή σου, να είσαι καλοτάξειδη, να είσαι καλά όπου κι αν βρίσκεσαι. Σου έδωσα και την συγχώρεση που σου αρνήθηκα τότε.
Την κόκκινη κουβέρτα με τα τριαντάφυλλα την κρατάω ακόμα. Ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχή σου.
Υγ Για το λογοτεχνικό Σάββατο της Verόnica και της Ελένης.
κάτι μου θυμίζει, κάτι μου θυμίζει αυτό το πρόσωπο... Έχω δίκιο ή οποιαδήποτε ομοιότητα με υπαρκτά πρόσωπα (τρόπος του λέγειν) δεν είναι αληθινή;;;
ReplyDeleteόσο δύσκολο είναι να συγχωρείς τόσο λυτρωτικό είναι, σου φεύγει ένα βάρος, κι εγώ η αλήθεια είναι ότι άρχισα να το κάνω μόλις μου ήρθε η πρεσβυωπία... εκεί γύρω στα 40
ReplyDeleteΥ.Γ.: μπα Κατερίνα, λες;
Δεν ξέρω τι να σου γράψω!! διάλεξες τη μέρα να την συχωρέσεις,αν πραγματικά το ένιωσες ας είναι συχωρεμένη..
ReplyDeleteΑληθινή άραγε η ιστορία σου;
Λυπάμαι, μα δεν μπορώ να συγχωρέσω ούτε ζώντες ούτε νεκρούς. Κάτι πάντα δεν με αφήνει να ξεχάσω.
ReplyDeleteΜα μπράβο που το έκανες εσύ.
Και μπράβο για το ωραίο κείμενο!
πιστεύω πως τίποτα δεν είναι πιο λυτρωτικό από τη συγχώρεση...κάποτε βεβαια μπορεί να συγχωρέσουμε χωρίς να ξεχάσουμε...μα καλύτερα να τα αφήνουμε να πάνε στο καλο...
ReplyDeleteαν κατάλαβα αληθινή συγχώρεση ήταν...και καλά έκανες Παύλο μου
πολύ ώραίο το κείμενο γιάννη μου!
ReplyDeleteτώρα, αληθινό ή ψεύτικο, δεν έχει σημασία. σημασία έχει πως με άγγιξε.
το ρεμάλι θα με κάνει να βαφτίσω το σκυλί μήτσο, θηλυκό, άρσενικό, μήτσο θα το λένε. το κινητό δεν το άνοιξε. κάτι ήξερε!
Αθηνά, ούτε εγώ μπορώ να συγχωρέσω ούτε ξεχάσω... μόνο εάν μου κάκεις κάτι που με πωνάει και εσύ δεν το ήξερες, τότε, μπορούμε να μιλάμε...
ReplyDeleteΦιλάκια πολλά για όλους.
Αν δε συγχωρείς τον άλλο, πως περιμένεις να συγχωρηθείς όταν ίσως κι εσύ κάνεις κάποιο σφάλμα;
ReplyDeleteΓιατί είμαστε άνθρωποι...
Παύλο μου, δυσκολεύτηκα να διαβάσω τις κατάρες....που έπεσαν. Δε μπορώ να καταλάβω πως ένας άνθρωπος καταριέται έναν άλλο. Στεναχωριέμαι με τέτοιες ιστορίες που συνήθως νικάει η κακία και ο εγωισμός.
Χαιρομαι που συγχώρεσες...γιατί ήθελε κότσια να συγχωρέσεις κάτι τέτοιο...Ειναι οντως βαρυ.
(Πολύ χαιρομαι που συμμετέχεις στο Λογοτεχνικο Σαββατο, αρχίζω να γνωρίζω έναν Παύλο, που ήξερα πως υπάρχει αλλά που κρυβόταν από μια ...Coula.)
φιλια πολλα
kαλησπερα!η καταθεση σου ως λογοτεχνικο Σαββατο ακροβατει αναμεσα στην αληθεια και το παραμυθι. Αν επρεπε να βγαλω το νοημα του παραμυθιου και να το προσαρμόσω στην πραγματικοτητα θα έβλεπανα απλωνεται μπροστα στα ματια μου μια μεγαλη αληθεια! Οι πιο δυσκολοι και μεγαλοι''εχθροι'' στην ζωη μας ειναι οι γονεις! Και ειναι οι πιο ευλογημενοι γιατι κουβαλανε σε αυτον τον ρολο τους τον σταυρό της απαρνησεις...κι ομως δεν υπαρχουν πιο σπουδαια μαθηματα ζωης απο αυτα που σου δίνουν οι γονεις κρυβοντας μεσα στις φτερουγες τους εκεινη την μεγαλη ανιδιοτελη τους λατρεια για σένα!και δεν υπάρχουν πιο σπουδαία εμποδια από αυτα που σου δινουν παλι οι ιδιοι ετοιμαζοντας σε για την ανηφορα της ζωης. Δικιο ειχε η φωνη!!!σαγαπουσε πολυ...να το ξερεις!
ReplyDeleteκαλη μας συνεχεια στο παιχνιδι.
Παράξενο κείμενο...
ReplyDeleteαλήθεια παράξενο.
Θέλω να το διαβάσω σαν μια περιπέτεια του νου και όχι σαν αλήθεια, όπως και να 'ναι όμως έχει καλό τέλος. Ανταμώνει τους ανθρώπους στο μυστικό τοπίο των αισθημάτων.
Ώπα!!!! (ίσως δεν είναι το σωστό επιφώνημα)
ReplyDeleteΉταν να μην αρχίσει με τα λογοτεχνικά, ο Παουλίτο μας.
Είμαι σίγουρη ότι σου χαμογελάει απο ψηλά και αντέστρεψε την ευχή της.
Την αγάπη μου σου στέλνω και την ευχή μου. (Μη γελάς, σοβαρά το λέω)
Ο Γκάντι συνήθιζε να λέει πως μόνο οι δυνατοί μπορούν να συγχωρέσουν..!
ReplyDeleteΚαλό βράδυ
συγχωρεση...λιγοι συγχωρουν, αν αναλογιστει κανεις την μικρη ζωή μου ζούμε, ειναι σχεδόν αστείο... Παρολα αυτά, ουτε εγώ το έκανα, ακόμα δεν ήρθε η σωστή ωρα για μένα...
ReplyDeleteΜπράβο Παύλο. Για το όμορφο κείμενο, μα και για τη συγχώρεση που μπόρεσες να δώσεις.
ReplyDeleteΕγώ ακόμη δεν τα κατάφερα, κι ας έχει πιά ήδη κάμποσα χρόνια πεθαμένη.