Από μικρό παιδί χάζευα τις βιτρίνες στα σπίτια της Μυτιλήνης. Ξέρετε αυτά τα έπιπλα από μαόνι ή καρυδιά με τις κρυστάλλινες προθήκες και τα χιλιάδες μικροαντικείμενα μέσα. Πάντα τα ζήλευα, κυρίως τις πορσελάνινες τις μινιατούρες, για δαχτυλάκια τόσο δα μικρά, πιο μικρά κι από νεογέννητου παιδιού.
Μου αρέσει να μαζεύω πράγματα από ταξίδια, αναμνήσεις που κουβαλάνε μυρωδιές, χρώματα, ήχους. Μου αρέσει περισσότερο απ'όλα όμως, πράγματα που μου θυμίζουν ανθρώπους. Που μου τα έχουν δώσει από τα σπίτια τους μέσα.
Θυμάμαι μικρό παιδί χάζευα τον παππού μου να γυρνάει από τα χωράφια, να του ψήνει η γιαγιά τον καφέ στην χόβολη κι αυτός να κάθεται και να παίζει με το μπεγλέρι του. Τέσσερις χάντρες όλες κι όλες, από κίτρινο κεχριμπάρι. Χοντρές, δεμένες μεταξύ τους με μπορντό μεταξωτό νήμα. Είχε μια τελετουργία όλο αυτό, μια μαγεία που στα παιδικά μου μάτια φάνταζε εξωπραγματική.
Εκεί πήρα την απόφαση, μικρό παιδί να κάνω και εγώ την δική μου συλλογή, να γεμίσω την δική μου βιτρίνα με χάντρες περασμένες μέσα σε νήματα. Χρώματα, ήχοι, μυρουδιές. Σε όποιο ταξίδι κι αν πήγαινα πάντα κουβάλαγα κι ένα κομπολόι. Δεν με ενδιέφερε να είναι αξίας. Πρώτα κοίταζα το χρώμα. Μετά το έπιανα στα χέρια. Έπαιζα τις χάντρες, άκουγα τον ήχο, το έκλεινα στην παλάμη μου, το πλησίαζα στην μύτη μου κι αν αυτό μου ψιθύριζε γλυκές μουσικές τότε το αγόραζα.
Φίλοι που το ξέρουν, πάντα μου φέρνουν κομπολόγια για δώρο. Κάποια πολύτιμα, κάποια φτηνά αλλά, τόσο αγαπημένα. Το καθένα ξεχωριστό. Βιτρίνα δεν απέκτησα ποτέ. Πήρα όμως ένα μεγάλο κεραμικό κουτί και τα έβαλα μέσα. Κάποια γλιστράνε έξω, κρέμονται, παίζουν με το φως και τον αέρα.
Πριν χρόνια μου έκαναν δώρο για τα γενέθλιά μου κάποιον Αύγουστο ένα κομπολόι από βασιλικό κεχριμπάρι της Βαλτικής. Είχε το πιο απίστευτο χρώμα που μπορεί να φανταστεί άνθρωπος. Ανάλογα με το φως άλλαζε και το χρώμα του. Έλαμπε στο φως της μέρας και σκοτείνιαζε το βράδυ. Ήταν το καμάρι μου. Η αγάπη μου η μεγάλη. Το κρατούσα σφιχτά και το χάιδευα. Δεν το έδινα σε άνθρωπο να το πιάσει. Ήταν παλιό και εύθραυστο. Δεν ήθελα να μου σπάσουν κάποια χάντρα. Δεν ήθελα να μοιραστώ την ηδονή του να το κρατώ με κάποιον άλλο. Όλοι το ζήλευαν. Όλοι ήθελαν να το πιάσουν. Όλοι ήθελαν να το παίξουν ανάμεσα στα δάχτυλά τους. Το ήθελε κι ο Γιώργος.
Ο Γιώργος αγαπημένος φίλος, αδερφός θα έλεγα και κουμπάρος. Εκείνον τον Δεκαπενταύγουστο του βαφτίσαμε την κόρη. Το βράδυ βγήκαμε να γιορτάσουμε το Μαράκι μας. Την βαφτισιμιά μας, αλλά και τα γενέθλιά μου που ήταν την επομένη μέρα. Στο τραπέζι γέλιο, χαρά και το κομπολόι να παίζει ανάμεσα στα δάχτυλά μου. Ο Γιώργος έψαχνε αφορμή να το πάρει να παίξει κι αυτός. Δεν του το έδινα, φοβόμουν ότι θα το σπάσει. Ότι θα μου το καταστρέψει. Τον πείραζα και του έλεγα ότι δεν είναι για τα δάχτυλα του αυτό το κομπολόι. Τον άφηνα μόνο να το πιάνει ενώ το κρατούσα εγώ. Ποτέ όμως να το παίξει μόνος του.
Σε δεκαπέντε μέρες, αρχές Σεπτέμβρη του 2003 ήταν κτύπησε τα χαράματα το τηλέφωνο. Μια φωνή γυναικεία, που έτρεμε μου ανακοίνωσε πως ο Γιώργος έφυγε. Δεν κατάλαβα από τον ύπνο, νόμισα ότι κάπου πήγε. Μέχρι να μου φωνάξουν ο Γιώργος πέθανε. Έφυγε, πως αλλιώς να στο πούμε.
Την επομένη έγινε η κηδεία. Ο Γιώργος, ο φίλος μου ανάμεσα στα λουλούδια στα 34 χρόνια του. Όχι δεν είναι αλήθεια. Ταινία γυρνάμε. Όνειρο βλέπω και θα ξυπνήσω. Ένα κακό όνειρο. Κάποιος μου κάνει κακόγουστη φάρσα. Κάποιος ζήλεψε τα γέλια μας και τις χαρές μας. Δεν μπορεί.
Το κομπολόι, το κομπολόι στα δάχτυλά μου και τα δάκρυα στα μάτια μου. Δώστε τελευταίο ασπασμό. Δεν μπορεί. Δεν πιστεύω ότι αυτό ήταν. Δεν μπορεί 34 χρονών να φεύγει έτσι. Και το κομπολόι εκεί, ανάμεσα στα δάχτυλά μου. Το κομπολόι που δεν άφηνα να παίξει μην μου το σπάσει. Μην το χάσω. Κι έχασα τον Γιώργο. Δώστε τελευταίο ασπασμό. Πλησιάζω. Τον αγκαλιάζω, τον φιλάω, του εύχομαι να είναι καλοτάξιδος εκεί που πάει, του ανοίγω το χέρι, περνάω μέσα το κομπολόι να του κρατάει συντροφιά. Εγώ δεν το χρειάζομαι, δεν χρειάζομαι πολύτιμα αντικείμενα. Εγώ χρειάζομαι τους φίλους μου. Εγώ χρειάζομαι τους ανθρώπους.
Μου αρέσει να μαζεύω πράγματα από ταξίδια, αναμνήσεις που κουβαλάνε μυρωδιές, χρώματα, ήχους. Μου αρέσει περισσότερο απ'όλα όμως, πράγματα που μου θυμίζουν ανθρώπους. Που μου τα έχουν δώσει από τα σπίτια τους μέσα.
Θυμάμαι μικρό παιδί χάζευα τον παππού μου να γυρνάει από τα χωράφια, να του ψήνει η γιαγιά τον καφέ στην χόβολη κι αυτός να κάθεται και να παίζει με το μπεγλέρι του. Τέσσερις χάντρες όλες κι όλες, από κίτρινο κεχριμπάρι. Χοντρές, δεμένες μεταξύ τους με μπορντό μεταξωτό νήμα. Είχε μια τελετουργία όλο αυτό, μια μαγεία που στα παιδικά μου μάτια φάνταζε εξωπραγματική.
Εκεί πήρα την απόφαση, μικρό παιδί να κάνω και εγώ την δική μου συλλογή, να γεμίσω την δική μου βιτρίνα με χάντρες περασμένες μέσα σε νήματα. Χρώματα, ήχοι, μυρουδιές. Σε όποιο ταξίδι κι αν πήγαινα πάντα κουβάλαγα κι ένα κομπολόι. Δεν με ενδιέφερε να είναι αξίας. Πρώτα κοίταζα το χρώμα. Μετά το έπιανα στα χέρια. Έπαιζα τις χάντρες, άκουγα τον ήχο, το έκλεινα στην παλάμη μου, το πλησίαζα στην μύτη μου κι αν αυτό μου ψιθύριζε γλυκές μουσικές τότε το αγόραζα.
Φίλοι που το ξέρουν, πάντα μου φέρνουν κομπολόγια για δώρο. Κάποια πολύτιμα, κάποια φτηνά αλλά, τόσο αγαπημένα. Το καθένα ξεχωριστό. Βιτρίνα δεν απέκτησα ποτέ. Πήρα όμως ένα μεγάλο κεραμικό κουτί και τα έβαλα μέσα. Κάποια γλιστράνε έξω, κρέμονται, παίζουν με το φως και τον αέρα.
Λογοτεχνικό Σάββατο από τη φίλη Verónica Marsá |
Πριν χρόνια μου έκαναν δώρο για τα γενέθλιά μου κάποιον Αύγουστο ένα κομπολόι από βασιλικό κεχριμπάρι της Βαλτικής. Είχε το πιο απίστευτο χρώμα που μπορεί να φανταστεί άνθρωπος. Ανάλογα με το φως άλλαζε και το χρώμα του. Έλαμπε στο φως της μέρας και σκοτείνιαζε το βράδυ. Ήταν το καμάρι μου. Η αγάπη μου η μεγάλη. Το κρατούσα σφιχτά και το χάιδευα. Δεν το έδινα σε άνθρωπο να το πιάσει. Ήταν παλιό και εύθραυστο. Δεν ήθελα να μου σπάσουν κάποια χάντρα. Δεν ήθελα να μοιραστώ την ηδονή του να το κρατώ με κάποιον άλλο. Όλοι το ζήλευαν. Όλοι ήθελαν να το πιάσουν. Όλοι ήθελαν να το παίξουν ανάμεσα στα δάχτυλά τους. Το ήθελε κι ο Γιώργος.
Ο Γιώργος αγαπημένος φίλος, αδερφός θα έλεγα και κουμπάρος. Εκείνον τον Δεκαπενταύγουστο του βαφτίσαμε την κόρη. Το βράδυ βγήκαμε να γιορτάσουμε το Μαράκι μας. Την βαφτισιμιά μας, αλλά και τα γενέθλιά μου που ήταν την επομένη μέρα. Στο τραπέζι γέλιο, χαρά και το κομπολόι να παίζει ανάμεσα στα δάχτυλά μου. Ο Γιώργος έψαχνε αφορμή να το πάρει να παίξει κι αυτός. Δεν του το έδινα, φοβόμουν ότι θα το σπάσει. Ότι θα μου το καταστρέψει. Τον πείραζα και του έλεγα ότι δεν είναι για τα δάχτυλα του αυτό το κομπολόι. Τον άφηνα μόνο να το πιάνει ενώ το κρατούσα εγώ. Ποτέ όμως να το παίξει μόνος του.
Σε δεκαπέντε μέρες, αρχές Σεπτέμβρη του 2003 ήταν κτύπησε τα χαράματα το τηλέφωνο. Μια φωνή γυναικεία, που έτρεμε μου ανακοίνωσε πως ο Γιώργος έφυγε. Δεν κατάλαβα από τον ύπνο, νόμισα ότι κάπου πήγε. Μέχρι να μου φωνάξουν ο Γιώργος πέθανε. Έφυγε, πως αλλιώς να στο πούμε.
Την επομένη έγινε η κηδεία. Ο Γιώργος, ο φίλος μου ανάμεσα στα λουλούδια στα 34 χρόνια του. Όχι δεν είναι αλήθεια. Ταινία γυρνάμε. Όνειρο βλέπω και θα ξυπνήσω. Ένα κακό όνειρο. Κάποιος μου κάνει κακόγουστη φάρσα. Κάποιος ζήλεψε τα γέλια μας και τις χαρές μας. Δεν μπορεί.
Το κομπολόι, το κομπολόι στα δάχτυλά μου και τα δάκρυα στα μάτια μου. Δώστε τελευταίο ασπασμό. Δεν μπορεί. Δεν πιστεύω ότι αυτό ήταν. Δεν μπορεί 34 χρονών να φεύγει έτσι. Και το κομπολόι εκεί, ανάμεσα στα δάχτυλά μου. Το κομπολόι που δεν άφηνα να παίξει μην μου το σπάσει. Μην το χάσω. Κι έχασα τον Γιώργο. Δώστε τελευταίο ασπασμό. Πλησιάζω. Τον αγκαλιάζω, τον φιλάω, του εύχομαι να είναι καλοτάξιδος εκεί που πάει, του ανοίγω το χέρι, περνάω μέσα το κομπολόι να του κρατάει συντροφιά. Εγώ δεν το χρειάζομαι, δεν χρειάζομαι πολύτιμα αντικείμενα. Εγώ χρειάζομαι τους φίλους μου. Εγώ χρειάζομαι τους ανθρώπους.
Αυτό θα εκανα και εγώ!
ReplyDeleteΤραγικό ,συγκινητικό ..
σ'ευχαριστώ που το μοιράστηκες μαζί μας
Τα αντικείμενα στη τελική δεν είναι τόσο εύθραστα όσο οι άνθρωποι μας..ούτε τοσο πολυτιμα...
ReplyDelete:(
Αχ, δεν έχω λόγια. Όμορφο, πικρό και όμορφο
ReplyDeleteναι το ξαναθυμήθηκα και πάλι από την αρχή, όσο κι αν πονάει μετά από τόσα χρόνια είναι καλά να θυμόμαστε και πραγματικά να βάζουμε τα υλικά εκεί που πρέπει, πολύ κάτω δηλαδή από τους ανθρώπους
ReplyDeleteοι άνθρωποι είναι πιο πολύτιμοι...
ReplyDeleteκαλά έκανες. θα είναι ένα δικό σου πράγμα μαζί του. θα είναι συντροφιά του.
και συ θα κοιμάσαι με την έλλειψη του φίλου, όχι του κομπολογιού. και θα κοιμάσαι πιο γλυκά!
E! καλά θα μας αποτελειώσετε απόψε...
ReplyDeleteπως όμως στις μεγάλες στιγμές...όλα παίρνουν το πραγματικό μέγεθος...να είσαι καλά Παύλο...
είναι πραγματική ιστορία;...πάντως σαν έτσι την ένιωσα...
τώρα που το λες, αμυδρά θυμαμαι το κομπολόι του παππού! Σαν όνειρο.
ReplyDeleteΤον Γιώργο, όμως, την Άννα και τη μικρή Μαρία δεν θα τους ξεχάσω. Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω ότι έφυγε τόσο νωρις και απο μια αρρώστια που ούτε είχα ξανακούσει τότε. welcome to the real world. Ως τότε μόνο για παπούδες άκουγα να πεθαινουν και ο θάνατος ήταν κάτι που δε με άγγιζε. Έκτοτε πολλά άλλαξαν. Δεν ήξερα τι είχε γίνει μ' εκείνο το κομπολόι. Απλώς κάποια στιγμή έπαψα να το το βλέπω
πολυτιμότερο του ανθρωπου....ουδέν...!!!!καλη εβδομαδα...
ReplyDeleteετσι ειναι τ αντικειμενα μενουν εκει αψυχα και αθανατα, ενω οι ανθρωποι μας φευγουν!
ReplyDeleteΚι οταν θελουμε να τα φυλαξουμε για να νμας θυμησουν κατι, ειναι η ψευδαισθηση που μας δινουν.
Σ΄ευχαριστούμε για το μοίρασμα...
ReplyDeleteΠαύλο μου είναι αυτή η βλακεία που μας πιάνει μερικές φορές και θεωρούμε ότι όλα είναι δεδομένα δυστυχώς όμως όλα είναι ρευστά....Τα αντικείμενα τι αξία έχουνε...καμία..εμείς τους δίνουμε αξία..Πάντα θυμάμαι όταν κάποιος μου έλεγε "Α..τι ωραίο αυτό το βιβλίο, το γλαστράκι, το βάζο......." αυθόρμητα έλεγα "Δικό σου".Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί το έκανα και το κάνω αυτό από τότε όμως που μπήκα σε αυτή τη διαδικάσια του blog και αρχίσα να μιλάω μαζί σας το κατάλαβα...όλο αυτό το δώσιμο το κάνω γιατί πολύ απλά οι άνθρωποι είναι λίγο περίεργοι όταν τους δίνεις μια αγκαλιά ή απλά όταν τους λές σε αγαπώ..ενω δινοντάς τους ένα αντικείμενο νιώθουν όλα αυτά χωρίς να σε κοιτάζουνε περιέργα (λάθος για εμένα)....αρα μη στεναχωριέσαι για το κομπολοι που δεν έδωσες από μια στιγμή αδυναμίας στο Γιώργο, τώρα που σε γνωρίζω σιγά σιγα έχω καλάβει ότι σίγουρα τους είχες δώσει πόλυ αγάπη και αξέχαστες στιγμές για να ταξιδέψουν με τη ψυχή του...φιλια αγαπημένε
ReplyDeleteΈτσι είναι... ο άνθρωπος πάντα.. μα πάντα.. είναι πιο πολύτιμος απ'την ύλη.
ReplyDeleteΠάντα μα πάντα όμως... το ξεχνάμε.
Νά'χεις μια πολύ όμορφη βδομάδα :)
Το κομπολόι είναι βασικό στοιχείο της μεσογειακής κουλτούρας συνδεδεμένο με την ανάπαυλα, τη θρησκεία, την ίδια τη ζωή (ακόμα και τη μέτρηση άστρων, σπορά κλπ).
ReplyDeleteΓειά σου!!!
ReplyDeleteΉταν μια μεγάλη έκπληξη η συμμετοχή σου!
Σίγουρα, όταν αγγίζεις το κομπολόι κρατάει ακόμα τη ζεστασιά του ... και ακόμη και ο ήχος της φωνής του.
Ένα φιλί και ευχαριστώ για την παρουσία και για τη συμμετοχή!
Έβαλα το κείμενο σου στο Λογοτεχνικό Σαββάτο ...
Σε περιμένω και το επόμενο Σάββατο;;;
Εκεί είσαι!!
ReplyDeletehttp://logotexnikosabbato.blogspot.com/
Οι τρεις τελευταίες προτάσεις σου είναι η πεμπτουσία της ζωής.
ReplyDelete"Ηβάν μετά φίλων" να ζείς με φίλους. Τίποτε υλικό δεν μπορεί να συγκριθεί με την ανθρώπινη αγάπη και παρουσία.
Ωραίο κείμενο. Μπράβο.