5.6.08

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΥΣΤΙΚΟ

Βρώμικος, με γενειάδα, αδυνατισμένος. Σαν το φάντασμα χτύπησε την πόρτα του σπιτιού μας.

Το ωραιότερο δώρο που μου έκανε η ζωή, εκτός από τον γιό μου.

Μια βαθειά θλίψη σκέπαζε τα μάτια του. Δεν θα σου πω για τις σκηνές που εκτυλίχθησαν, μπορείς άλλωστε να το καταλάβεις. Τον είχαμε νεκρό, κι αυτός σαν τον Λάζαρο ήρθε. Τον είχαμε ξεγράψει από την ζωή μας, κι αυτός ήταν εκεί. Εγώ άλλωστε ποτέ δεν πίστεψα ότι είχε χαθεί. Κάτι μου έλεγε βαθειά μέσα μου ότι ο Θανάσης μου ζούσε.

Ναι, ζούσε και ήταν εδώ πάλι κοντά μου.

Μόνιμα θλιμμένος, είχε χάσει κάθε όρεξη για ζωή.

Θα με πεις εγωίστρια, αλλά δεν με ένοιαζε. Αρκεί που τον έβλεπα. Ο χρόνος θα τα γιάτρευε όλα, θα ξέχναγε. Υπομονή χρειαζόταν και καλή διάθεση, κι όλα θα γίνονταν όπως παλιά.

Ο Αλκίνοος ξανάνιωσε. Πήγαινε με κέφι στην δουλειά. Ξαναμπήκε η χαρά στο σπίτι μας.

Εννοείται ότι έγινε μια μεγάλη γιορτή προς τιμή του Θανάση μου. Ήταν όλη η καλή Αθήνα της εποχής. Σαν να μην είχε γίνει πόλεμος ποτέ. Σαν να μην είχαμε περάσει κατοχή. Είχαμε φέρει και ορχήστρα, έπαιζε βαλσάκια της εποχής. Σαν τις παλιές καλές μέρες. Και όλοι προσπάθησαν το βράδυ αυτό να ξεχάσουν, έστω και για μια βραδιά να διαγράψουν από το μυαλό τους τα άσχημα.

Ο καιρός πέρναγε, οι ρυθμοί γίνονταν φυσιολογικοί. Ο Θανάσης, ξαναπήγε στο γραφείο. Οι δουλειές πήγαιναν από το καλό στο καλύτερο. Ο Αλκίνοος είχε φροντίσει πριν τον πόλεμο να αγοράσει γη. Χτίσαμε το πρώτο δικό μας σπίτι. Εδώ στο Κολωνάκι. Εδώ που είμαστε τώρα. Τότε βέβαια δύσκολα έρχονταν κάποιος να μείνει εδώ. Τώρα όλοι εδώ θέλουν, κι ας μένουν και σε υπόγεια. Αρκεί να λένε ότι μένουν στο Κολωνάκι. Τέλος πάντων.

Στην ιστορία μας πάλι.

Ότι μου είχε εκμυστηρευθεί ο Αλκίνοος, είχε ξεχαστεί. Στο είπα δεν θα το έβαζα εμπόδιο μπροστά σε αυτόν τον σπουδαίο άνθρωπο.

Άρχισα κι εγώ να βγαίνω. Να πηγαίνω σε καλέσματα, σε τσάγια και φιλολογικές βραδιές. Βρίσκαμε πάλι την ζωή. Την χαρά. Τι περίεργα όντα που είναι οι άνθρωποι! Τι απίστευτοι μηχανισμοί επιβίωσης. Πόσο εύκολα μπορούν και ξεχνάνε.

Μια Παρασκευή, θυμάμαι ήτανε, με είχε καλέσει η Κοκό, μια φίλη για τσάι στο σπίτι της. Έμενε στου Φιλοπάππου θυμάμαι τότε. Τα καλέσματα τότε γινόντουσαν νωρίς και κράταγαν κοντά 3 ώρες. Πήγα κατά τις 6. Μόλις είχε σερβίρει το τσάι η Κοκό και αισθάνθηκε μια ξαφνική αδιαθεσία. Πήγε να ξαπλώσει και όπως καταλαβαίνεις αναγκάστηκα να γυρίσω σπίτι.

Μια ησυχία επικρατούσε σε όλο το σπίτι. Κι όμως δεν έπρεπε. Ο Θανάσης και ο Αλκίνοος είχαν γυρίσει πολύ πριν φύγω εγώ. Ίσως να βγήκαν κι αυτοί. Ανέβηκα πάνω να αλλάξω. Μόλις έφτασα στην κρεβατοκάμαρα άκουσα αγκομαχητά. Άνοιξα δειλά την πόρτα …

Και τότε τους είδα αγκαλιά στο κρεβάτι με ένα κερί να φέγγει μόνο και σκιές να απλώνονται πάνω στα όμορφα κορμιά τους.

Σάστισα, δεν ήξερα τι να κάνω. Όχι δεν αισθάνθηκα προδομένη. Το ήξερα, όπως και ήξερα ότι ο πόλεμος είχε αλλάξει πολλά. Και κυρίως εμένα.

Γδύθηκα σιγά, αθόρυβα, και χωρίς να καταλάβω ποιο χέρι με έσπρωχνε χώθηκα ανάμεσά τους.

Το βράδυ εκείνο, έκανα έρωτα και με τους δύο. Με ένα απελπισμένο πάθος. Σαν να ήθελα από τι μια να τους χωρίσω κι από την άλλη να ενωθώ και γω μαζί τους.

Εκείνο το βράδυ έμεινα έγκυος στον πατέρα του Σάκη. Ποτέ δεν μάθαμε ποιος από τους δυό ήταν ο πατέρας.

Ο Αλκίνοος την άλλη μέρα αγόρασε δικό του σπίτι. Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Δεν ξέρω αν με τον Θανάση ξαναβρέθηκαν ερωτικά και δεν με ένοιαζε. Αυτό που είχε σημασία από δω και πέρα ήταν το παιδί που κουβάλαγα στα σπλάχνα μου. Και ήταν σίγουρα πολύ τυχερό. Είχε δυό πατεράδες.

4 comments:

  1. :-O

    PS. Πολύ προχώ, για να μην είσαι εσύ

    ReplyDelete
  2. Τορνιδου η μανταμ, και σαδο μαζο και ματατζου?
    Καλε ελεος, καμια συνταγη για ραβανι σε εδωκε?
    μηπως εβανε τιποτις ξιχωριστο?

    ReplyDelete
  3. Σε διάβαζα πριν 4 χρόνια, όντας φοιτήτρια. Παράτησα το blogging αλλά να που επανήλθα. Που μπορώ να διαβάσω τη συνέχεια της ιστορίας??
    evita_cp

    ReplyDelete

Πόσα μυστήρια να λύσω πια?