Ξύπνησα με ένα δυνατό άρωμα καφέ στα ρουθούνια.
Δεν ήμουν στον καναπέ, αλλά σε κρεβάτι. Πως πήγα εκεί? Δεν θυμάμαι. Μόνος ή με έφερε? Το μαξιλάρι δίπλα μου βουλιαγμένο. Δεν κοιμήθηκα μόνος δηλαδή. Γιατί δεν θυμάμαι τίποτα? Αλλά και τι σημασία έχει πια? Είναι εδώ. Είναι η πρώτη μέρα του χρόνου και είμαστε μαζί. Είναι η πρώτη φορά που κοιμηθήκαμε παρέα, κι ας μην το θυμόμουν.
Είναι φορές που από την πολύ ευτυχία νομίζεις ότι θα σκιστεί η καρδιά σου στα δυό. Τι συναίσθημα κι αυτό. Ίδια αίσθηση με τον πόνο. Και εκεί η καρδιά σου σκίζεται στα δυό. Μόνο που στο πρώτο γεμίζει από αισιοδοξία και στο δεύτερο σ’ αφήνει να βουλιάζεις βαθιά, σε άγνωστα νερά και χωρίς οξυγόνο.
Τίποτα δεν νοιάζει πια. Είμαι εκεί και είναι μαζί μου.
Ο Σάκης μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας έναν δίσκο με καφέ και ένα πιάτο με κουλουράκια με άρωμα κανέλας.
- Ξύπνησε το μωράκι? Χρόνια μας Πολλά.
- Χρόνια μας Καλά.
- Έλα πιες τον καφέ, κάνε ένα μπανάκι και πάμε.
- Που πάμε? Να πάω από το σπίτι να αλλάξω τουλάχιστον.
- Κι εδώ σπίτι σου είναι, έχεις και εδώ ρούχα ... σου έχω φέρει από την Νέα Υόρκη. Πιστεύω να μην πάχυνες από τότε.
- … (από πότε? Ποιος γράφει το σενάριο της ζωής μου?)
- Έλα ξεκουβάλα, μας περιμένουν.
- Ποιοί?
- Έλα που θέλεις όλα πια να τα ξέρεις. Θα δεις. Πιες τον καφέ και ντύσου. Μέρα που είναι να μην μας περιμένουν.
- … (μα που είμαι σε παράλληλο σύμπαν?)
- Σε μισή ώρα φεύγουμε, να είσαι έτοιμος και να φορέσεις αυτά που σου έφερα. Τα ρούχα σου είναι στην μεσαία ντουλάπα.
Κι έφυγε από το δωμάτιο.
Σηκώθηκα, έκανα ένα ντους και άνοιξα την ντουλάπα. Είχε μέσα τρία κουστούμια, με ασορτί πουκάμισα/γραβάτες/παπούτσια, τρία πρόχειρα παντελόνια, δύο πουλόβερ, 5-6 πουκάμισα και αρκετά εσώρουχα. Λες και είχα μετακομίσει. Ακριβώς ότι θα αγόραζα και εγώ. Και στο σωστό μέγεθος. Όλα.
Φόρεσα λοιπόν τα βραδινά μου, τα δικά μου και πήγα να τον βρω.
-Έτοιμος
- Γιατί δεν άλλαξες? Δεν σου έκαναν?
- Μου έκαναν, αλλά ποιος σου είπε να τα πάρεις? (κάποιου του έταζαν γάιδαρο και αυτός τον κοίταζε στα δόντια, μην μας περάσει και για εύκολους)
- Έτσι το ήθελα, τα πήρα
- Έτσι και εγώ, φοράω τα δικά μου. Πάμε?
- Αχ, τι θα κάνω με σένα μωράκι. Άλλοι θα σκοτώνανε έστω και για ένα τέτοιο κουστούμι.
- … (Κι εγώ) Όχι εγώ. Εγώ δεν είμαι οι άλλοι.
- Τέλος πάντων, θα τα φορέσεις κάποια στιγμή? Θα τα δεχθείς?
- Δεν ξέρω. Πάμε να μην μας περιμένουν. Αλήθεια που πάμε?
- Μα να φάμε. Είναι ιερό το τραπέζι της Πρωτοχρονιάς. Πρέπει να είσαι με αυτούς που αγαπάς. Δεν νομίζεις?
- Τους αγαπάω κι εγώ? ΛΟΛ
- Δεν μ’ αγαπάς μωράκι? Έστω λίγο?
- … (Πολύ, πάρα πολύ, τόσο που δεν θα ξαναπώ τίποτα)
- Τι σκέφτεσαι?
- Δώσε μου 5 λεπτά, επιστρέφω.
Πήγα και άλλαξα. Φόρεσα ένα από τα κουστούμια που μου έφερε. Ακόμα και το εσώρουχο άλλαξα με ένα από τα καινούρια. Δεν γαμιέται αφού τα αγόρασε. Και τα αγόρασε για μένα. ΓΙΑ ΜΕΝΑ!!!!!!!!
- Έτοιμος
- Είναι το πιο όμορφο δώρο που έχουν κάνει. Μωράκι σ’ ευχαριστώ.
Φύγαμε, με τα πόδια, κατηφορίσαμε δυό τετράγωνα. Σταματήσαμε μπροστά σε μία από τις λίγες μονοκατοικίες της περιοχής.
- Φτάσαμε.
- Τι είναι εδώ?
- Θα δεις.
Χτυπήσαμε το κουδούνι. Μας άνοιξε μια υπηρέτρια και μας οδήγησε σε ένα σαλόνι. Δεν θα περιγράψω ούτε το σπίτι, ούτε τα αντικείμενα και τα έπιπλα. Θα χρειαστώ ώρες.Στο σαλόνι δύο ηλικιωμένοι, ένας άντρας και μία γυναίκα. Πρέπει να ήταν εξαιρετικής ομορφιάς στα νιάτα τους. Αρχοντάνθρωποι.
- Καλημέρα και Χρόνια Πολλά. Να σας γνωρίσω τον φίλο μου τον Παύλο, που σας έλεγα. Παύλο ο παππούς μου ο Αθανάσιος και η γιαγιά μου η Αντιόπη. Σου έχω μιλήσει για αυτούς.
- Καλώς όρισες αγόρι μας και Χρόνια σου Πολλά. Μας έχει μιλήσει ο Σάκης για σένα. Είσαι ο πρώτος φίλος του, που φέρνει τέτοια μέρα εδώ, αν και μας είπε ότι μέχρι τελευταία στιγμή δεν ήξερε αν θα έρθεις. Χαίρομαι που σε έπεισε.
- Χρόνια σας Πολλά κι ευτυχισμένα. Και εγώ χαίρομαι που ήρθα … αν και ο Σάκης δεν μου έλεγε που θα πάμε.
Δεν ήμουν στον καναπέ, αλλά σε κρεβάτι. Πως πήγα εκεί? Δεν θυμάμαι. Μόνος ή με έφερε? Το μαξιλάρι δίπλα μου βουλιαγμένο. Δεν κοιμήθηκα μόνος δηλαδή. Γιατί δεν θυμάμαι τίποτα? Αλλά και τι σημασία έχει πια? Είναι εδώ. Είναι η πρώτη μέρα του χρόνου και είμαστε μαζί. Είναι η πρώτη φορά που κοιμηθήκαμε παρέα, κι ας μην το θυμόμουν.
Είναι φορές που από την πολύ ευτυχία νομίζεις ότι θα σκιστεί η καρδιά σου στα δυό. Τι συναίσθημα κι αυτό. Ίδια αίσθηση με τον πόνο. Και εκεί η καρδιά σου σκίζεται στα δυό. Μόνο που στο πρώτο γεμίζει από αισιοδοξία και στο δεύτερο σ’ αφήνει να βουλιάζεις βαθιά, σε άγνωστα νερά και χωρίς οξυγόνο.
Τίποτα δεν νοιάζει πια. Είμαι εκεί και είναι μαζί μου.
Ο Σάκης μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας έναν δίσκο με καφέ και ένα πιάτο με κουλουράκια με άρωμα κανέλας.
- Ξύπνησε το μωράκι? Χρόνια μας Πολλά.
- Χρόνια μας Καλά.
- Έλα πιες τον καφέ, κάνε ένα μπανάκι και πάμε.
- Που πάμε? Να πάω από το σπίτι να αλλάξω τουλάχιστον.
- Κι εδώ σπίτι σου είναι, έχεις και εδώ ρούχα ... σου έχω φέρει από την Νέα Υόρκη. Πιστεύω να μην πάχυνες από τότε.
- … (από πότε? Ποιος γράφει το σενάριο της ζωής μου?)
- Έλα ξεκουβάλα, μας περιμένουν.
- Ποιοί?
- Έλα που θέλεις όλα πια να τα ξέρεις. Θα δεις. Πιες τον καφέ και ντύσου. Μέρα που είναι να μην μας περιμένουν.
- … (μα που είμαι σε παράλληλο σύμπαν?)
- Σε μισή ώρα φεύγουμε, να είσαι έτοιμος και να φορέσεις αυτά που σου έφερα. Τα ρούχα σου είναι στην μεσαία ντουλάπα.
Κι έφυγε από το δωμάτιο.
Σηκώθηκα, έκανα ένα ντους και άνοιξα την ντουλάπα. Είχε μέσα τρία κουστούμια, με ασορτί πουκάμισα/γραβάτες/παπούτσια, τρία πρόχειρα παντελόνια, δύο πουλόβερ, 5-6 πουκάμισα και αρκετά εσώρουχα. Λες και είχα μετακομίσει. Ακριβώς ότι θα αγόραζα και εγώ. Και στο σωστό μέγεθος. Όλα.
Φόρεσα λοιπόν τα βραδινά μου, τα δικά μου και πήγα να τον βρω.
-Έτοιμος
- Γιατί δεν άλλαξες? Δεν σου έκαναν?
- Μου έκαναν, αλλά ποιος σου είπε να τα πάρεις? (κάποιου του έταζαν γάιδαρο και αυτός τον κοίταζε στα δόντια, μην μας περάσει και για εύκολους)
- Έτσι το ήθελα, τα πήρα
- Έτσι και εγώ, φοράω τα δικά μου. Πάμε?
- Αχ, τι θα κάνω με σένα μωράκι. Άλλοι θα σκοτώνανε έστω και για ένα τέτοιο κουστούμι.
- … (Κι εγώ) Όχι εγώ. Εγώ δεν είμαι οι άλλοι.
- Τέλος πάντων, θα τα φορέσεις κάποια στιγμή? Θα τα δεχθείς?
- Δεν ξέρω. Πάμε να μην μας περιμένουν. Αλήθεια που πάμε?
- Μα να φάμε. Είναι ιερό το τραπέζι της Πρωτοχρονιάς. Πρέπει να είσαι με αυτούς που αγαπάς. Δεν νομίζεις?
- Τους αγαπάω κι εγώ? ΛΟΛ
- Δεν μ’ αγαπάς μωράκι? Έστω λίγο?
- … (Πολύ, πάρα πολύ, τόσο που δεν θα ξαναπώ τίποτα)
- Τι σκέφτεσαι?
- Δώσε μου 5 λεπτά, επιστρέφω.
Πήγα και άλλαξα. Φόρεσα ένα από τα κουστούμια που μου έφερε. Ακόμα και το εσώρουχο άλλαξα με ένα από τα καινούρια. Δεν γαμιέται αφού τα αγόρασε. Και τα αγόρασε για μένα. ΓΙΑ ΜΕΝΑ!!!!!!!!
- Έτοιμος
- Είναι το πιο όμορφο δώρο που έχουν κάνει. Μωράκι σ’ ευχαριστώ.
Φύγαμε, με τα πόδια, κατηφορίσαμε δυό τετράγωνα. Σταματήσαμε μπροστά σε μία από τις λίγες μονοκατοικίες της περιοχής.
- Φτάσαμε.
- Τι είναι εδώ?
- Θα δεις.
Χτυπήσαμε το κουδούνι. Μας άνοιξε μια υπηρέτρια και μας οδήγησε σε ένα σαλόνι. Δεν θα περιγράψω ούτε το σπίτι, ούτε τα αντικείμενα και τα έπιπλα. Θα χρειαστώ ώρες.Στο σαλόνι δύο ηλικιωμένοι, ένας άντρας και μία γυναίκα. Πρέπει να ήταν εξαιρετικής ομορφιάς στα νιάτα τους. Αρχοντάνθρωποι.
- Καλημέρα και Χρόνια Πολλά. Να σας γνωρίσω τον φίλο μου τον Παύλο, που σας έλεγα. Παύλο ο παππούς μου ο Αθανάσιος και η γιαγιά μου η Αντιόπη. Σου έχω μιλήσει για αυτούς.
- Καλώς όρισες αγόρι μας και Χρόνια σου Πολλά. Μας έχει μιλήσει ο Σάκης για σένα. Είσαι ο πρώτος φίλος του, που φέρνει τέτοια μέρα εδώ, αν και μας είπε ότι μέχρι τελευταία στιγμή δεν ήξερε αν θα έρθεις. Χαίρομαι που σε έπεισε.
- Χρόνια σας Πολλά κι ευτυχισμένα. Και εγώ χαίρομαι που ήρθα … αν και ο Σάκης δεν μου έλεγε που θα πάμε.
No comments:
Post a Comment
Πόσα μυστήρια να λύσω πια?