Έφθασα καθυστερημένος. Όλοι βγήκαν στους δρόμους φαίνεται μετά την αλλαγή του χρόνου.
Ο Σάκης εκεί, στην άκρη του μπαρ. Ξεχώριζε, έλαμπε. Πλησίασα.
- Δεν φαντάζομαι να μην μου φύλαξες το πρώτο φιλί?
- Εσύ τι λες?
Και σκύβει και με φιλά στα χείλη.
- Χρόνια Πολλά μωράκι.
- Χρόνια Πολλά αγόρι μου.
Ο χρόνος ξεκίνησε από εκείνη την στιγμή.
Στο μπαρ δεν μπορέσαμε να πούμε και σπουδαία πράγματα. Άλλωστε και τη σημασία είχε? Ήταν εδώ, και ήταν δίπλα μου.
Ο κόσμος χτυπιόταν από την ξέφρενη μουσική. Οι σαμπάνιες δίνανε και παίρνανε. Και αυτός εκεί χαμογελαστός, απέναντί μου σαν να μην είχε περάσει ούτε μία μέρα από την τελευταία φορά που είχαμε βρεθεί, τότε στην Ακρόπολη. Πολλά συνέβησαν από τότε, αλλά τι σημασία έχει?
Πως μπορεί από την μία στιγμή στην άλλη ο πόνος να γίνει χαρά. Η μοναξιά να γίνει παρέα. Η δυστυχία να γίνει ευτυχία. Ο ένας να γίνουν δυό.
- Πάμε να φύγουμε.
- Και που να πάμε αγόρι μου? Όπου και να πάμε το ίδιο και χειρότερα θα είναι.
- Κάπου που δεν θα έχει κόσμο. Σπίτι μου.
- Πάμε.
Ο Σάκης έμενε τότε σε ένα ρετιρέ στην πλατεία Δεξαμενής. Η Αθήνα στα πόδια του. Η θέα εξαιρετική.
Τον ξέρω σχεδόν ένα χρόνο κι όμως ποτέ δεν είχα πάει σπίτι του. Ούτε τον είχα καλέσει στο δικό μου. Γιατί άραγε? Ίσως δεν είχε φτάσει η ώρα. Και να που είμαι στο σπίτι του Σάκη, με τον Σάκη, μόνοι μας. Οι δυό μας.
Και τώρα τι? Αν και έχουν περάσει σχεδόν 10 χρόνια από τότε, την αμηχανία της στιγμής εκείνης θα την θυμάμαι σε όλη μου τη ζωή.
Βάλαμε από δύο ποτά, αράξαμε στον καναπέ άναψα και ένα τσιγάρο και πήρα τον λόγο.
- Λοιπόν αγόρι μου, γιατί μας χάθηκες έτσι απότομα? Χωρίς ένα αντίο?
- Δεν θα σου πω δικαιολογίες, δεν θα σου πω τίποτα. Φοβήθηκα.
- Φοβήθηκες? Τι?
- Εσένα, εμένα, εμάς τους δυό. Δενόμουνα μαζί σου και αυτό ήταν κάτι που με φόβιζε. Έπρεπε να φύγω για να το ξεπεράσω. Να σε ξεπεράσω. Βρήκα ευκαιρία το νέο τμήμα στην Νέα Υόρκη και έφυγα. Έκλεισα το κινητό και έφυγα χωρίς να σου πω ούτε αντίο.
- …
- Θυμάσαι κάποια στιγμή που σου ζήτησα ένα φιλί? Θυμάσαι τι μου είπες?
- Τι?
- Μόνο στο αντίο. Και την μέρα που πήγαμε στην Ακρόπολη ήθελα να σου πω αντίο.
Λίγο το ποτό, λίγο η χαρά που τον ξαναέβλεπα, λίγο τα λόγια του με πήρανε τα ζουμιά. Ευτυχώς ήταν τα φώτα χαμηλωμένα και πίστευα ότι δεν με έβλεπε. Αθώος (χαζός) που ήμουνα. Το είχε δει. Αυτό που δεν είχα δει ήταν ότι και αυτός έκλαιγε.
Με μία κίνηση μικρού παιδιού που θέλει να κρυφτεί στην αγκαλιά της μάνας, κάπως έτσι και εγώ κρύφτηκα, χώθηκα, μπήκα, κούρνιασα μες στην αγκαλιά του και όπως μου χάιδευε τα μαλλιά με πήρε ο ύπνος.
Ένας ύπνος ανάλαφρος, γλυκός, χωρίς όνειρα.
Μόνο με μια μυρουδιά από κουλουράκια κανέλας και ένα ρυθμικό τικ τακ από την καρδιά του.
Πώς τα φέρνει καμιά φορά η ζωή. Τι παιχνίδια μας παίζει. Μέχρι πριν κάποιες ώρες πενθούσα και τώρα είμαι στους 7 ουρανούς. Ελπίζω να κρατήσει, ελπίζω να αν είναι όνειρο να μην ξυπνήσω.
Ελπίζω και χαίρομαι, έστω και έτσι, έστω και για τόσο λίγο.
Αυτό είναι ευτυχία τελικά. Να κοιμάσαι σε μια μεγάλη αγκαλιά και να μυρίζει κουλουράκια κανέλας.
Ο Σάκης εκεί, στην άκρη του μπαρ. Ξεχώριζε, έλαμπε. Πλησίασα.
- Δεν φαντάζομαι να μην μου φύλαξες το πρώτο φιλί?
- Εσύ τι λες?
Και σκύβει και με φιλά στα χείλη.
- Χρόνια Πολλά μωράκι.
- Χρόνια Πολλά αγόρι μου.
Ο χρόνος ξεκίνησε από εκείνη την στιγμή.
Στο μπαρ δεν μπορέσαμε να πούμε και σπουδαία πράγματα. Άλλωστε και τη σημασία είχε? Ήταν εδώ, και ήταν δίπλα μου.
Ο κόσμος χτυπιόταν από την ξέφρενη μουσική. Οι σαμπάνιες δίνανε και παίρνανε. Και αυτός εκεί χαμογελαστός, απέναντί μου σαν να μην είχε περάσει ούτε μία μέρα από την τελευταία φορά που είχαμε βρεθεί, τότε στην Ακρόπολη. Πολλά συνέβησαν από τότε, αλλά τι σημασία έχει?
Πως μπορεί από την μία στιγμή στην άλλη ο πόνος να γίνει χαρά. Η μοναξιά να γίνει παρέα. Η δυστυχία να γίνει ευτυχία. Ο ένας να γίνουν δυό.
- Πάμε να φύγουμε.
- Και που να πάμε αγόρι μου? Όπου και να πάμε το ίδιο και χειρότερα θα είναι.
- Κάπου που δεν θα έχει κόσμο. Σπίτι μου.
- Πάμε.
Ο Σάκης έμενε τότε σε ένα ρετιρέ στην πλατεία Δεξαμενής. Η Αθήνα στα πόδια του. Η θέα εξαιρετική.
Τον ξέρω σχεδόν ένα χρόνο κι όμως ποτέ δεν είχα πάει σπίτι του. Ούτε τον είχα καλέσει στο δικό μου. Γιατί άραγε? Ίσως δεν είχε φτάσει η ώρα. Και να που είμαι στο σπίτι του Σάκη, με τον Σάκη, μόνοι μας. Οι δυό μας.
Και τώρα τι? Αν και έχουν περάσει σχεδόν 10 χρόνια από τότε, την αμηχανία της στιγμής εκείνης θα την θυμάμαι σε όλη μου τη ζωή.
Βάλαμε από δύο ποτά, αράξαμε στον καναπέ άναψα και ένα τσιγάρο και πήρα τον λόγο.
- Λοιπόν αγόρι μου, γιατί μας χάθηκες έτσι απότομα? Χωρίς ένα αντίο?
- Δεν θα σου πω δικαιολογίες, δεν θα σου πω τίποτα. Φοβήθηκα.
- Φοβήθηκες? Τι?
- Εσένα, εμένα, εμάς τους δυό. Δενόμουνα μαζί σου και αυτό ήταν κάτι που με φόβιζε. Έπρεπε να φύγω για να το ξεπεράσω. Να σε ξεπεράσω. Βρήκα ευκαιρία το νέο τμήμα στην Νέα Υόρκη και έφυγα. Έκλεισα το κινητό και έφυγα χωρίς να σου πω ούτε αντίο.
- …
- Θυμάσαι κάποια στιγμή που σου ζήτησα ένα φιλί? Θυμάσαι τι μου είπες?
- Τι?
- Μόνο στο αντίο. Και την μέρα που πήγαμε στην Ακρόπολη ήθελα να σου πω αντίο.
Λίγο το ποτό, λίγο η χαρά που τον ξαναέβλεπα, λίγο τα λόγια του με πήρανε τα ζουμιά. Ευτυχώς ήταν τα φώτα χαμηλωμένα και πίστευα ότι δεν με έβλεπε. Αθώος (χαζός) που ήμουνα. Το είχε δει. Αυτό που δεν είχα δει ήταν ότι και αυτός έκλαιγε.
Με μία κίνηση μικρού παιδιού που θέλει να κρυφτεί στην αγκαλιά της μάνας, κάπως έτσι και εγώ κρύφτηκα, χώθηκα, μπήκα, κούρνιασα μες στην αγκαλιά του και όπως μου χάιδευε τα μαλλιά με πήρε ο ύπνος.
Ένας ύπνος ανάλαφρος, γλυκός, χωρίς όνειρα.
Μόνο με μια μυρουδιά από κουλουράκια κανέλας και ένα ρυθμικό τικ τακ από την καρδιά του.
Πώς τα φέρνει καμιά φορά η ζωή. Τι παιχνίδια μας παίζει. Μέχρι πριν κάποιες ώρες πενθούσα και τώρα είμαι στους 7 ουρανούς. Ελπίζω να κρατήσει, ελπίζω να αν είναι όνειρο να μην ξυπνήσω.
Ελπίζω και χαίρομαι, έστω και έτσι, έστω και για τόσο λίγο.
Αυτό είναι ευτυχία τελικά. Να κοιμάσαι σε μια μεγάλη αγκαλιά και να μυρίζει κουλουράκια κανέλας.
No comments:
Post a Comment
Πόσα μυστήρια να λύσω πια?