8.2.08

Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΟΠΗΣ

…Λοιπόν, έχουμε και λέμε.

Μετά τον αρραβώνα πήγαμε στην Αίγυπτο. Να γνωρίσουμε την οικογένειά του. Τότε η Αλεξάνδρεια ήταν Ελληνική. Όμορφα χρόνια, ανέμελα.

Τι ήμουνα εγώ, ένα κοριτσάκι, κι ο Θανάσης μου ένα αμούστακο όμορφο παλικαράκι. Πήγαμε, γνωρίσαμε τους δικούς του. Τον πατέρα συγκεκριμένα και την μητριά του. Η μητέρα του είχε πεθάνει στην γέννα. Δεν την γνώρισε ποτέ. Η μητριά του τον αγάπησε σαν δικό της παιδί. Βλέπεις αυτήν, δεν την αξίωσε ο Θεός κάνει δικά της. Ο πεθερός μου ασχολιόταν με το εμπόριο. Όμορφος άντρας με το μουστακάκι του, το καλοραμμένο κουστούμι του, το κομπολόι του, το κεχριμπαρένιο. Κάπνιζε ναργιλέ και το σπίτι μοσχοβολούσε. Φιλίες πολλές δεν είχανε. Οι παλιές οικογένειες, τα τζάκια, δεν δεχόντουσαν που ο πεθερός μου είχε πλουτίσει. Τον θεωρούσαν παρακατιανό, ξένο, και ο Θανάσης μου δεν είχε φίλους, μόνο τον Αλκίνοο, τον κουμπάρο μας.

Μαζί από μικρά παιδιά. Η μάνα του Αιγύπτια κι ο πατέρας του Έλληνας. Περιφρονημένη οικογένεια κι αυτή. Το ‘φερε η μοίρα και οι δυό οικογένειες γίναν μία.

Ο πεθερός μου σπούδασε και τα δύο παιδιά, στα καλύτερα σχολεία. Ο Αλκίνοος δεν το ξέχασε ποτέ. Στάθηκε στον Θανάση μου και στην οικογένειά μας, πιο κι από αδερφός. Μελαχρινός, όμορφος, με μαύρα μάτια. Είχε πάρει από την μάνα του. Όλες οι κοπέλες τον λιμπίζονταν, μα αυτός δεν είχε μάτια για καμιά. Μετά τους έβαλε ο πεθερός μου και στην δούλεψή του και εξασφάλισε τον Αλκίνοο με το 30% της επιχείρησης. Η μοίρα τους ήταν δεμένη από παντού.

Ο γάμος μας λαμπρός, έγινε στην Πόλη, στο Φανάρι. Ήταν βλέπεις πιο εύκολο να έρθουν δυό οικογένειες στην Πόλη από τα να πάμε εμείς κάτω. Στην δεξίωση είχε έρθει όλη η Πόλη, Έλληνες και Τούρκοι. Τότε δεν υπήρχαν φανερές έχθρες μεταξύ μας. Ταξίδι κάναμε στην Ελλάδα, στην Αθήνα. Τι ήταν τότε; Στο Κολωνάκι έβοσκαν πρόβατα. Όμορφη πόλη. Από παντού έβλεπες την Ακρόπολη και τον Λυκαβηττό. Πως την κάνανε έτσι Θεέ μου;

Μετά Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία. Έξη μήνες κράτησε το ταξίδι. Ήμασταν ήσυχοι, υπήρχε ο Αλκίνοος και όλα πήγαιναν ρολόι. Ώσπου μια μέρα λάβαμε ένα τηλεγράφημα. Έπρεπε να γυρίσουμε Αλεξάνδρεια αμέσως. Άσχημα τα μαντάτα. Μύριζαν φασαρίες και ο Αλκίνοος λόγω της μητέρας του είχε διασυνδέσεις με Αιγύπτιους αξιωματούχους και τα μάθαινε από πρώτο χέρι. Θα ερχόντουσαν δύσκολες μέρες. Κάναμε συμβούλιο και να μεταφέρουμε τις επιχειρήσεις μας στην Ελλάδα.

Παρ’ ότι γυναίκα ο Θανάσης μου με άφηνε να παίρνω μέρος.. Πίστευε ότι μια θηλυκή ματιά είναι πιο αντικειμενική και πιο διαισθητική. Δεν ήταν και τόσο εύκολο να το αποδεχτούν, άλλα τα χρόνια βλέπεις. Κι έτσι ήρθαμε Ελλάδα, στις αρχές του ’30. Μέσα σε δύο χρόνια ήρθαν κι οι δικοί μου γονείς από την Πόλη. Η οικογένεια έδεσε, οι δουλειές παντρεύτηκαν. Αγοράσαμε και σπίτι. Ένα μεγάλο αρχοντικό στην Πλάκα. Στο Κολωνάκι ήρθαμε το ’58.

Μέναμε όλοι μαζί τότε. Άλλα τα χρόνια. Οι οικογένειες μένανε ενωμένες, όλοι μαζί. Ήμασταν μονιασμένοι, δεν είχαμε τίποτα να μοιράσουμε.

Μετά ήρθε ο πόλεμος, ο Θανάσης μου έφυγε. Έμεινε πίσω ο Αλκίνοος. Μας φρόντισε, μας έσωσε. Στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, χάσαμε τους γονείς μας. Πέθανε ο ένας πίσω από τον άλλο. Δεν ήξερα για ποιόν να πρωτοπενθήσω. Για τους γονείς που έφυγαν ή για τον Θανάση μου που δεν έπαιρνα νέα του; Μείναμε οι δυό μας. Ο Αλκίνοος και γω.

Δύσκολα χρόνια. Δεν θέλω να τα θυμάμαι. Ο Αλκίνοος είχε δουλέψει καλά. Είχε αγοράσει γη, οικόπεδα πολλά, πριν τον πόλεμο και είχε κάνει τα κέρδη μας όλα σε χρυσές λίρες και κοσμήματα. Δεν πεινάσαμε δόξα τω Θεώ. Το σπίτι μεγάλο, άδειο πια. Αποφασίσαμε και μαζέψαμε κόσμο φτωχό, πεινασμένο, κυρίως παιδιά και νέους που είχαν χάσει τους δικούς τους. Να έχουν ένα κεραμίδι στο κεφάλι τους κι ένα πιάτο φαγάκι. Είναι αμαρτία να έχεις και να μην μοιράζεσαι. Έτσι, να αναπαυθούν και οι ψυχές των δικών μας. Εγώ στο σπίτι να φροντίζω τα παιδιά και ο Αλκίνοος στην δουλειά. Να προσπαθήσει να κρατήσει την επιχείρηση.

Τον έβλεπα που έλιωνε μέρα, με την μέρα. Μαράζωνε συνεχώς. Δεν θα άντεχα να τον χάσω κι αυτόν. Μόνο τα μάτια του είχαν μείνει να θυμίζουν τον παλιό καλό εαυτό του. Τον ρώταγα τι είχε, μα απάντηση δεν έπαιρνα. Μόνο κάτι μασημένα μισόλογα.

Μια μέρα γύρισε σπίτι ξαφνικά μεσημέρι, χλωμός, κίτρινος σαν το λεμόνι. Το Τάγμα του Θανάση μου, είχε πέσει σε ενέδρα κι είχε αποδεκατιστεί. Δεν ξέραμε αν είχε σωθεί κανένας. Δεν υπήρχαν καθόλου πληροφορίες. Ο Αλκίνοος κατέρρευσε. Έκλαιγε σαν μωρό παιδί. Φώναζε κι έλεγε ‘‘θα σκοτωθώ αν έχει πάθει κάτι, τι την θέλω την ζωή χωρίς αυτόν’’

Τότε κατάλαβα. Κατάλαβα πολλά. Κατάλαβα τι ένωνε αυτούς τους δύο άντρες. Σε άλλες εποχές θα είχα καταρρεύσει κι εγώ. Τώρα όμως όχι. Ότι καλό μου είχε αφήσει η ζωή ήταν ο Αλκίνοος. Αυτός ο υπέροχος άνθρωπος. Αν είναι αμαρτία η αγάπη, τότε ο πόλεμος που ζούσαμε τι ήταν; Μιλήσαμε πολύ, μου άνοιξε την καρδιά του.

Με τον Θανάση μου πρωτοανακάλυψαν παρέα τον έρωτα. Μετά γνώρισαν και τον έρωτα με τις γυναίκες. Όσο και να ακούγεται περίεργο, ήταν άλλες εποχές. Μπορεί να φαίνονταν πουριτανικές κι οι κοινωνίες κλειστές, μα ήταν αγνές. Ίσως δεν είναι αυτά τα σωστά λόγια. Ελπίζω να καταλαβαίνεις τι θέλω να πω.

Όταν γνωρίστηκα με τον Θανάση, ο Αλκίνοος διακριτικά αποτραβήχτηκε από την ζωή του. Δεν έπαψε ποτέ όμως να τον αγαπά και να τον ποθεί. Αγάπησε κι εμένα όμως και δεν ήθελε με τίποτα να κάνει κάτι που θα με πλήγωνε.

Αν δεν είχε γίνει ο πόλεμος, αν δεν είχε αυτά τα νέα, αν ήξερε ότι ο Θανάσης μου ζούσε, δεν θα έλεγε ποτέ τίποτα. Το βάρος όμως μεγάλο που κουβαλούσε κι ο πόνος του χαμού του δυσβάσταχτος.

Πως τα φέρνει η ζωή; Να κλαίω και να πενθώ τον χαμό του άντρα μου, της μεγάλης μου αγάπης, στην αγκαλιά του εραστή του. Κι όμως δεν με ενοχλούσε καθόλου, δεν του κράταγα καμία κακία, δεν υπήρχε καν ζήλια στην καρδιά μου. Μόνο τρυφερότητα κι αγάπη αδερφική για αυτόν τον άνθρωπο.

Ο πόλεμος τέλειωσε. Σιγά, σιγά η ζωή ξανάβρισκε τους ρυθμούς της. Τα παιδιά, έφυγαν να βρουν τις οικογένειες τους. Μείνανε τρία, ορφανά, που τα πήρε ο Αλκίνοος στην δούλεψή μας. Δεν θ’ άντεχα να τους χάσω πάλι όλους. Δεν θ’ άντεχα κι άλλες απώλειες.

Με τον Αλκίνοο, δεν ξαναμιλήσαμε ποτέ για τον Θανάση μας. Αλλά όσο και να σου κάνει εντύπωση από κείνο το βράδυ δεθήκαμε τόσο πολύ, που τίποτα δεν θα μας χώριζε πια.

Η ζωή μας είχε βρει τους ρυθμούς της. Πάντα όμως ήλπιζα και περίμενα ότι ο Θανάσης μου θα γύρναγε πίσω. Μου έλειπε. Ίσως επειδή είχε αρχίσει να χτυπά και το βιολογικό μου ρολόι. Ήθελα ένα παιδί. Και τόσα χρόνια με τον Θανάση μου δεν καταφέραμε να κάνουμε ένα. Ποιος έφταιγε, δεν ξέρω. Ο Θεός, μόνο ο Θεός ξέρει τις κινήσεις στην σκακιέρα του κόσμου. Ο καιρός πέρναγε ήσυχα, ώσπου μια μέρα στα σκαλιά του σπιτιού ήρθε ο Θανάσης μας.

No comments:

Post a Comment

Πόσα μυστήρια να λύσω πια?