Γυρίσαμε σπίτι, είχε νυχτώσει για τα καλά.
- Να αλλάξω και να πάω και λίγο από το σπίτι. Να βγάλω βόλτα και την μικρή.
- Τι δεν θα μείνεις εδώ? Πάμε παρέα να την βγάλουμε βόλτα και να γυρίσουμε μετά. Να την φέρουμε εδώ. Να μην έχεις και άγχος.
- Τι λες βρε Σάκη?
- Αυτό που θέλω. Να μείνεις μαζί μου, έστω για απόψε.
- Καλά, πάμε για την μικρή. (Τρέχουμε ...)
Σ’ όλο τον δρόμο δεν μίλαγε κανείς μας. Ο καθένας βυθισμένος στις σκέψεις του. Εγώ αξιολογούσα την κατάσταση και όλα όσα γίνανε στο σπίτι του. Τι στάση και πως έπρεπε να το χειριστώ μετά. Αλήθεια τι τους είχε πει? Και τι ήθελε να μου πει η γιαγιά. Και ο παππούς γιατί έβγαλε και μου έδωσε το κομπολόι του? Τέλος πάντων. Είχα καιρό να τα αναλύσω και να τα ανακαλύψω όλα. Τώρα ήμουν μαζί με τον Σάκη. Τέλος. Δεν θα άφηνα τίποτα να μου το χαλάσει.
- Λοιπόν, πια τα σχέδια για το βράδυ αγόρι μου?
- Βιάζεσαι …
- … (εδώ και μήνες, αλλά για άλλα…)
Πήραμε την μικρή μαζί, στο πίσω κάθισμα. Σαν το γύφτικο σκεπάρνι. Με την μουσούδα της ακουμπισμένη στον ώμο του. Εμένα ούτε που να με χέσει. Κάνε σκυλί να δεις καλό. Φτάσαμε και την παρκάραμε στην βεράντα του. Η καλύτερή της. 150 τετραγωνικά δικά της. Μπήκαμε μέσα. Πήγα στο δωμάτιο, φόρεσα μια φόρμα του Σάκη, πέρασα το κομπολόι στο χέρι, και πήγα μέσα. Ο Σάκης είχε αλλάξει κι αυτός. Με μία φόρμα. Λες και ετοιμαζόμασταν για αγώνα.
Βάλαμε από ένα ποτό, ανάψαμε και το τζάκι και μέσα στην θαλπωρή του σπιτιού του απολαμβάναμε την φωταγωγημένη πόλη.
Η σιωπή ανυπόφορη, κανένας δεν έκανε την πρώτη κίνηση. Άκουγα να λένε την κόβεις με το μαχαίρι και γέλαγα. Και όμως. Την έκοβες με το μαχαίρι. Τα κορμιά κι οι κινήσεις αμήχανες. Τα βλέμματα χειρότερα. Δειλά, φοβισμένα.
Σηκώθηκα, πλησίασα το παράθυρο και χάζευα την Αθήνα. Ήρθε πλάι μου, έσκυψε και με φίλησε δειλά στον λαιμό. (λιποθύμησα, ή θα το ήθελα) .
Γύρισα, περίμενα άλλα. Μάταια. Παρέα γυρίσαμε στον καναπέ.
- Συγγνώμη.
- Για πιο απ’ όλα? (Άντε πάλι, μα είμαι εδώ, δεν αφήνει τα λογάκια να πάμε στο ψητό?)
- Για όλα, για ότι χάθηκα, για ότι κρύφτηκα, για ότι σου έχω αναστατώσει την ζωή. Δεν είμαι ομοφυλόφιλος. Με σένα δεν ξέρω τι με πιάνει.
- Εγώ είμαι. (και ξέρω τι με πιάνει μαζί σου)
- Το ξέρω.
- Πως?
- Από τον τρόπο που με κοιτάς, από το δώρο που σου έκανε ο παππούς μου, από αυτά που σου είπε η γιαγιά μου. Ο νονός μου ξέρεις … Ξέρεις έ?
- Ναι ξέρω.
- Και η γιαγιά μου ξέρει.
- Ναι και η γιαγιά σου ξέρει. (Ο κόσμος το 'χει τούμπανο κι αυτός κρυφός καμάρι)
- Γι αυτό έφυγα. Έμαθα και εγώ.
- Για τον παππού σου?
- Για μένα. Τους μίλησα για σένα, ένα βραδάκι που είχα πάει να τους δω. Μου μίλησαν για τον νονό. Όχι για το ότι μπορεί να είχε σχέση με τον παππού, αλλά για την φιλία τους. Την μεγάλη τους αγάπη. Και εκεί κατάλαβα πολλά. Μετά έφυγα, κρύφτηκα. Αλλά δεν μπόρεσα μακριά σου, όσο κι αν το πάλεψα. Δεν ξέρω ίσως σ’ αγαπάω σαν φίλο. Φοβάμαι να πιστέψω οτιδήποτε άλλο. Τι μου συμβαίνει? Θα μου πεις?
- Ξέρω τι συμβαίνει σε μένα, εσύ θα το ανακαλύψεις μόνος σου. Ξέρω ότι είμαι με έναν υπέροχο άνθρωπο μαζί εδώ και 3 χρόνια, αλλά τα ξεχνάω όλα όταν μου στέλνεις ένα μήνυμα. Ξέρω ότι τρελαίνομαι όταν λείπεις και δεν με παίρνεις ούτε ένα τηλέφωνο.
(Ξέρω ότι θέλω να σε γεμίσω στα φιλιά, να σε πάρω αγκαλιά και να μην μας χωρίσει ποτέ και κανένας).
Ξέρω ότι θέλω να είμαι μαζί σου. Αυτά ξέρω.
(Πόσο χαμηλά πια θα πέσω…)
- Φοβάμαι.
- Και εγώ. (Το κέρατό μου)
- Τι φοβάσαι?
- Μην σε χάσω.
- Δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ αυτό.
- Έγινε μια φορά, θα γίνει κι άλλες.
- Ποτέ πια.
- Ποτέ πια. (Καλάαααα)
- Πάμε να ξαπλώσουμε?
- Πάμε.
- Να ξαπλώσω δίπλα σου?
- Ναι (ΑΝΤΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΤΙ ΘΑ ΔΟΥΜΕ...YES!!!)
Ξαπλώσαμε κι αγκαλιασμένους σαν παιδιά που μείναν μόνα τους στον κόσμο και θρηνούσε ο καθένας για τον δικό του προσωπικό λόγο, μας βρήκε το πρωινό και επιτέλους κι ο ύπνος, ένας ύπνος βασανιστικός.
Μόλις χάραξε, ο Σάκης έφυγε από δίπλα μου.
Έκανα τον κοιμισμένο.
Ήξερα ότι τον έχανα. Τα πρέπει και οι φόβοι μεγαλύτεροι.
Τον έχανα για πάντα.
Να σηκωθώ να τον προλάβω, ή να κάνω τον κοιμισμένο? Να του πω ότι του είπα ψέματα? Να πω ότι όλα ήταν ένα κακόγουστο αστείο? Τι να κάνω?
Τον ήθελα έστω κι έτσι. Ήθελα να είμαι απλά μαζί του, κοντά του. Τελεία.
Οι ώρες κυλούσαν βασανιστικά, χωρίς την αγκαλιά του. Έπρεπε όμως να τον αφήσω να αποφασίσει.
Δική του η ζωή, δική του κι η καρδιά μου.
Δική του η απόφαση.
Σηκώθηκα κατά τις 10. Αργά. Φόρεσα τις φόρμες και βγήκα.
- Σάκη, Σάκη
Το ήξερα, είχε φύγει.
Βγήκα στο μπαλκόνι, πήρα το σκυλί μου αγκαλιά. Πόνεσα.
Πλέον ήξερα, και θα τον νικούσα τον πόνο. Το είχα ξαναζήσει άλλωστε. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Και τον είχα νικήσει ξανά. Θα μου έπαιρνε χρόνο, αλλά θα τα κατάφερνα. Άλλωστε καινούρια χρονιά.
Γιορτάζουμε....
- Να αλλάξω και να πάω και λίγο από το σπίτι. Να βγάλω βόλτα και την μικρή.
- Τι δεν θα μείνεις εδώ? Πάμε παρέα να την βγάλουμε βόλτα και να γυρίσουμε μετά. Να την φέρουμε εδώ. Να μην έχεις και άγχος.
- Τι λες βρε Σάκη?
- Αυτό που θέλω. Να μείνεις μαζί μου, έστω για απόψε.
- Καλά, πάμε για την μικρή. (Τρέχουμε ...)
Σ’ όλο τον δρόμο δεν μίλαγε κανείς μας. Ο καθένας βυθισμένος στις σκέψεις του. Εγώ αξιολογούσα την κατάσταση και όλα όσα γίνανε στο σπίτι του. Τι στάση και πως έπρεπε να το χειριστώ μετά. Αλήθεια τι τους είχε πει? Και τι ήθελε να μου πει η γιαγιά. Και ο παππούς γιατί έβγαλε και μου έδωσε το κομπολόι του? Τέλος πάντων. Είχα καιρό να τα αναλύσω και να τα ανακαλύψω όλα. Τώρα ήμουν μαζί με τον Σάκη. Τέλος. Δεν θα άφηνα τίποτα να μου το χαλάσει.
- Λοιπόν, πια τα σχέδια για το βράδυ αγόρι μου?
- Βιάζεσαι …
- … (εδώ και μήνες, αλλά για άλλα…)
Πήραμε την μικρή μαζί, στο πίσω κάθισμα. Σαν το γύφτικο σκεπάρνι. Με την μουσούδα της ακουμπισμένη στον ώμο του. Εμένα ούτε που να με χέσει. Κάνε σκυλί να δεις καλό. Φτάσαμε και την παρκάραμε στην βεράντα του. Η καλύτερή της. 150 τετραγωνικά δικά της. Μπήκαμε μέσα. Πήγα στο δωμάτιο, φόρεσα μια φόρμα του Σάκη, πέρασα το κομπολόι στο χέρι, και πήγα μέσα. Ο Σάκης είχε αλλάξει κι αυτός. Με μία φόρμα. Λες και ετοιμαζόμασταν για αγώνα.
Βάλαμε από ένα ποτό, ανάψαμε και το τζάκι και μέσα στην θαλπωρή του σπιτιού του απολαμβάναμε την φωταγωγημένη πόλη.
Η σιωπή ανυπόφορη, κανένας δεν έκανε την πρώτη κίνηση. Άκουγα να λένε την κόβεις με το μαχαίρι και γέλαγα. Και όμως. Την έκοβες με το μαχαίρι. Τα κορμιά κι οι κινήσεις αμήχανες. Τα βλέμματα χειρότερα. Δειλά, φοβισμένα.
Σηκώθηκα, πλησίασα το παράθυρο και χάζευα την Αθήνα. Ήρθε πλάι μου, έσκυψε και με φίλησε δειλά στον λαιμό. (λιποθύμησα, ή θα το ήθελα) .
Γύρισα, περίμενα άλλα. Μάταια. Παρέα γυρίσαμε στον καναπέ.
- Συγγνώμη.
- Για πιο απ’ όλα? (Άντε πάλι, μα είμαι εδώ, δεν αφήνει τα λογάκια να πάμε στο ψητό?)
- Για όλα, για ότι χάθηκα, για ότι κρύφτηκα, για ότι σου έχω αναστατώσει την ζωή. Δεν είμαι ομοφυλόφιλος. Με σένα δεν ξέρω τι με πιάνει.
- Εγώ είμαι. (και ξέρω τι με πιάνει μαζί σου)
- Το ξέρω.
- Πως?
- Από τον τρόπο που με κοιτάς, από το δώρο που σου έκανε ο παππούς μου, από αυτά που σου είπε η γιαγιά μου. Ο νονός μου ξέρεις … Ξέρεις έ?
- Ναι ξέρω.
- Και η γιαγιά μου ξέρει.
- Ναι και η γιαγιά σου ξέρει. (Ο κόσμος το 'χει τούμπανο κι αυτός κρυφός καμάρι)
- Γι αυτό έφυγα. Έμαθα και εγώ.
- Για τον παππού σου?
- Για μένα. Τους μίλησα για σένα, ένα βραδάκι που είχα πάει να τους δω. Μου μίλησαν για τον νονό. Όχι για το ότι μπορεί να είχε σχέση με τον παππού, αλλά για την φιλία τους. Την μεγάλη τους αγάπη. Και εκεί κατάλαβα πολλά. Μετά έφυγα, κρύφτηκα. Αλλά δεν μπόρεσα μακριά σου, όσο κι αν το πάλεψα. Δεν ξέρω ίσως σ’ αγαπάω σαν φίλο. Φοβάμαι να πιστέψω οτιδήποτε άλλο. Τι μου συμβαίνει? Θα μου πεις?
- Ξέρω τι συμβαίνει σε μένα, εσύ θα το ανακαλύψεις μόνος σου. Ξέρω ότι είμαι με έναν υπέροχο άνθρωπο μαζί εδώ και 3 χρόνια, αλλά τα ξεχνάω όλα όταν μου στέλνεις ένα μήνυμα. Ξέρω ότι τρελαίνομαι όταν λείπεις και δεν με παίρνεις ούτε ένα τηλέφωνο.
(Ξέρω ότι θέλω να σε γεμίσω στα φιλιά, να σε πάρω αγκαλιά και να μην μας χωρίσει ποτέ και κανένας).
Ξέρω ότι θέλω να είμαι μαζί σου. Αυτά ξέρω.
(Πόσο χαμηλά πια θα πέσω…)
- Φοβάμαι.
- Και εγώ. (Το κέρατό μου)
- Τι φοβάσαι?
- Μην σε χάσω.
- Δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ αυτό.
- Έγινε μια φορά, θα γίνει κι άλλες.
- Ποτέ πια.
- Ποτέ πια. (Καλάαααα)
- Πάμε να ξαπλώσουμε?
- Πάμε.
- Να ξαπλώσω δίπλα σου?
- Ναι (ΑΝΤΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΤΙ ΘΑ ΔΟΥΜΕ...YES!!!)
Ξαπλώσαμε κι αγκαλιασμένους σαν παιδιά που μείναν μόνα τους στον κόσμο και θρηνούσε ο καθένας για τον δικό του προσωπικό λόγο, μας βρήκε το πρωινό και επιτέλους κι ο ύπνος, ένας ύπνος βασανιστικός.
Μόλις χάραξε, ο Σάκης έφυγε από δίπλα μου.
Έκανα τον κοιμισμένο.
Ήξερα ότι τον έχανα. Τα πρέπει και οι φόβοι μεγαλύτεροι.
Τον έχανα για πάντα.
Να σηκωθώ να τον προλάβω, ή να κάνω τον κοιμισμένο? Να του πω ότι του είπα ψέματα? Να πω ότι όλα ήταν ένα κακόγουστο αστείο? Τι να κάνω?
Τον ήθελα έστω κι έτσι. Ήθελα να είμαι απλά μαζί του, κοντά του. Τελεία.
Οι ώρες κυλούσαν βασανιστικά, χωρίς την αγκαλιά του. Έπρεπε όμως να τον αφήσω να αποφασίσει.
Δική του η ζωή, δική του κι η καρδιά μου.
Δική του η απόφαση.
Σηκώθηκα κατά τις 10. Αργά. Φόρεσα τις φόρμες και βγήκα.
- Σάκη, Σάκη
Το ήξερα, είχε φύγει.
Βγήκα στο μπαλκόνι, πήρα το σκυλί μου αγκαλιά. Πόνεσα.
Πλέον ήξερα, και θα τον νικούσα τον πόνο. Το είχα ξαναζήσει άλλωστε. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Και τον είχα νικήσει ξανά. Θα μου έπαιρνε χρόνο, αλλά θα τα κατάφερνα. Άλλωστε καινούρια χρονιά.
Γιορτάζουμε....
No comments:
Post a Comment
Πόσα μυστήρια να λύσω πια?