4.9.07

Η ΚΥΡΙΑ ΑΝΤΙΟΠΗ

Τελειώσαμε με τα τυπικά Χρόνια Πολλά, που όμως είχαν βγει παραδόξως από τις καρδιές μας, περάσαμε σε ένα άλλο σαλόνι και η υπηρέτρια μας σέρβιρε παγωμένη λεμονάδα με κουραμπιέδες και μελομακάρονα.
Ο παππούς σε μια γωνιά έπαιζε με το κομπολόι του. Σοβαρός, πρέπει να υπήρξε πολύ όμορφος άντρας στα νιάτα του. Λιγομίλητος άνθρωπος γενικά. Του άρεσε να μιλάει και να εκφράζεται με πράξεις και όχι με λόγια.
Η γιαγιά όπως την είχε πει ο Σάκης. Πολίτισα με τα όλα της. Τα νάζια της, τα σκέρτσα της, υπόδειγμα οικοδέσποινας.
- Λοιπόν παιδιά πως τα περάσατε χθες? Θέλω να πιστεύω όμορφα. Όπως μπαίνει ο χρόνος, έτσι πάει και η χρονιά.
- Αν είναι αλήθεια αυτό κυρία Αντιόπη, τότε θα έχουμε έναν πολύ όμορφο χρόνο.
- Αχ, τζιέρι μ’ , θα σε μαλώσω. Δεν μας πήραν και τα χρόνια. Διαλέγεις. Ή θα μας φωνάζεις κύριε και κυρία Χατζη… ή Θανάση και Αντιόπη. Έτσι θέλω να μας φωνάζουν οι φίλοι. Έτσι θέλω να μας λες και συ. Άλλωστε ο σεβασμός δεν είναι στα λόγια. Στις πράξεις είναι αγόρι μου.
- Ξέρετε στην Μυτιλήνη είχα μια φίλη με ίδιο όνομα με το δικό σας.
- Από τις πατρίδες κι αυτή? Αλλά τι ρωτάω. Από τις πατρίδες….
- Ναι από τις πατρίδες.
- Έχεις πάει? Αν όχι να πας.
- Δεν ξέρω αν θέλω να πάω. Δεν ξέρω αν θέλω να δω την τουρκική σημαία στην Αγιά Σοφιά. Δεν ξέρω …
- Να πας, να κλάψεις και να προσκυνήσεις. Να κάμεις τον Σταυρό σου κρυφά, μην σε πάρουν χαμπάρι. Όταν χάνουμε κάτι το εκτιμάμε. Και εκεί θα εκτιμήσεις πολλά αγόρι μου. Δεν σε πειράζει που σε λέω αγόρι μου? Είσαι ο φίλος του πασά μου. Του αγοριού μου.
- … (μήπως ξέρουν κάτι που εγώ δεν το ξέρω?)
- Πεινάσατε? Έχω σταματήσει εδώ και χρόνια να μαγειρεύω. Άλλωστε και για ποιόν να μαγειρέψω πια. Αλλά σήμερα που θα ερχόντουσαν τα αγόρια μου, μαγείρεψα. Εδώ και τρεις μέρες μαγειρεύω, να φας και λίγο αυθεντικά.
- κυρία Αντιόπη, δεν έπρεπε να μπείτε σε τέτοια κόπο.
- Αν με ξαναπείς έτσι θα σου παραγγείλω πίτσα χαχαχα
- Εντάξει, Αντιόπη δεν έπρεπε να μπείτε σε τέτοιο κόπο.
- Κόπο? Μα αυτό είναι χαρά. Αυτή είναι η χαρά μου. Να μαγειρεύω για όσους αγαπάω. Και σήμερα σας αγαπάω όλους πολύ. Ακόμα και τον μαγκούφη μου, τον Θανασάκη.
- Γυναίκα … π …
- Καλά ντε, α πα πα, όταν γερνάει ο άνθρωπος.
- Γυναίκα, άσε με να τελειώνω μια φράση. Πείνασα, και τα παιδιά δεν θα κάτσουν εδώ μέσα με τα μουσεία όλη μέρα.
- Άκου τι τραβάω Παύλο μου. Αχ θα με πεθάνει και μετά θα ησυχάσει. Άξεστος παιδί μου, αιγυπτιώτης. Που να ξέρει από τρόπους. Μόνο μαύρους να διατάζει. Αλλά εδώ που τα λέμε και εγώ πείνασα. Τι λέτε περνάμε μέσα?
- Και εγώ έχω μια πείνα… (κόμπος το στομάχι αλλά…)
Το τραπέζι ήταν στρωμένο με ότι καλούδια μπορείτε να φανταστείτε. Να χέσω τα πολίτικα εστιατόρια που έχουν ανοίξει. Αν δοκίμαζαν τα φαγητά της κ. Αντιόπης θα τα κλείνανε τα μαγαζάκια τους.
- Μα τι έχετε φτιάξει Αντιόπη?
- Α, τίποτα, αυτά είναι τα πρώτα.
- Τα πρώτα? (Φαγητό για δέκα νοματαίους και να περισσέψουν κιόλας)
- Ε, πρώτη φορά σπίτι μας, και τέτοια μέρα. Φάε ότι θέλεις. Τα υπόλοιπα θα σας τα βάλω σε τάπερ να τα πάρετε σπίτι. Να φάτε και αύριο.
- … (παντρεύτηκα και δεν το ξέρω? Έχω χάσει κάτι?)
- Έφτιαξα τα αγαπημένα του Σάκη μου. Ελπίζω να σ’ αρέσουν και σένα.
- Μα τι λέτε τώρα! Στην Μυτιλήνη γεννήθηκα, τέτοια έτρωγα. Από τότε που φύγαμε από το νησί έχω να φάω έτσι καλά!
- Αχ πόσο χαίρομαι, βλέπεις ο Σάκης δεν μου είπε το αγαπημένο σου φαγητό.
- Χαχαχα σουτζουκάκια, αλλά με φρέσκο κύμινο.
- Ε, έχει κι από αυτό μετά, τζιέρι μ’. Και κατσικάκι στο φούρνο με πατάτες, και χουνγκιάρ. Ότι θέλεις θα φας.
- Όλα θα τα φάω, κι ας χρειαστεί να βγάλω και το παντελόνι μετά, με το συμπάθιο, Αντιόπη.
- Μωρέ και να κοιμηθείτε αν θέλετε. Θα σας στρώσω στο δωμάτιο του Σάκη. Βλέπει Ακρόπολη. Αχ ευτυχώς που βλέπω Ακρόπολη. Αφού δεν βλέπω τον Βόσπορο.
- Αλήθεια, πως γνωριστήκατε, κάνετε καιρό παρέα μαζί, δοκίμασε και τα κεφτεδάκια, τους βάζω και λίγη κανελίτσα μέσα να δέσουν με την σάλτσα.
- Τις συνταγές να μου δώσετε μετά.
- Ναι μου είπε ο Σάκης ότι μαγειρεύεις. Στις έχω γράψει όλες για αυτά τα φαγητά. Να της δώσεις στην γυναίκα σου όταν παντρευτείς. Δώρο από μένα πες της. Από μια πολίτισα, την Αντιόπη.
- Ευχαριστώ, δεν έχω λόγια.
- Τρώγε κι ας τα λόγια.
- Όχι για να δεις Παύλο τι τραβάω. 55 χρόνια με ψήνει. Πολυβόλο. Και το ‘λεγε η μάνα μου. Καλή, νοικοκυρά, με προίκα αλλά και γλώσσα μεγάλη γιέ μου.
- Ναι άσχημα πέρασες και συ και αυτή. Άστα τώρα χρονιάρες μέρες. Αλήθεια όμορφη δεν έλεγε?
- Λοιπόν παιδιά μου, τι σχέδια έχετε για τις γιορτές? Θα πάτε πουθενά?
- Όλο και κάπου θα πάμε βρε παππού. Εδώ θα μείνουμε? Στην Αθήνα?
- … (πόσες φορές μαλάκας σε μια μέρα? Δηλαδή τον υπόλοιπο χρόνο τι?)
Βγήκαν τα κυρίως, βγήκαν και τα γλυκά, κόντεψα να βγάλω και το παντελόνι, διακριτικά το ξεκούμπωσα. Δεν το έπαιρνε ένα νούμερο μεγαλύτερο? Να έχω και τράτο.
- Τι λέτε πάμε για ένα καφεδάκι? Οι άντρες θέλουν να καπνίσουν μετά. Άντε βρε μαζί με τα παιδιά κάνε και συ ένα τσιγαράκι. Θες να σου στρίψω?
- Στρίψε ένα βρε γυναίκα, για το καλό, να το πιω με τα παιδιά.
Περάσαμε σε τρίτο σαλόνι. Πόσα είχε πια αυτό το σπίτι? Αχνιστός καφές με κάρδαμο και τσάι τριαντάφυλλο. Και γλυκά για να μην ξεχνιόμαστε.
- Να σας αφήσω τώρα εσάς τους άντρες να πείτε τα δικά σας.
- Μα Αντιόπη, καθίστε παρέα μας.
- Όχι, έτσι πρέπει. Να πείτε τα δικά σας, τα αντρικά.
- Θα στεναχωρηθώ.
- Καλά, αν είναι να μου στεναχωρηθείς. Τα βλέπεις βρε, έτσι είναι οι άντρες οι σωστοί.
- … (ήρθε κανείς?)
- Κι αν σταυρώσουμε λέξη, να με θάψετε μ’ άλλο όνομα χαχαχα
- Α να χαθείς τι λες χρονιάρες μέρες, που κακό να μην σ’ εύρει.
- Που λες Παύλο μου, αυτόν τον άντρα παντρεύτηκα. Είχε έρθει για δουλειές στην Πόλη. Τον αγάπησα, τον παντρεύτηκα. Αλλά μονόχνοτος. Χωρίς παρέες, χωρίς φίλους. Σαν τον Σάκη. Βρήκε κι έμοιασε ο πασάς μου. Έναν φίλο έχει μόνο. Τον κουμπάρο μας. Αυτός μας πάντρεψε, βάφτισε τον γιό μου, τον πάντρεψε, βάφτισε και τον Σάκη μας. Του είπα να έρθει σήμερα. Να σε γνωρίσει. Δεν ήθελε. Καλός, αλλά μοναχικός. Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Όλη του η ζωή ο Θανάσης μου και εγώ. Φίλοι από μικροί, από την Αλεξάνδρεια. Σ’ αυτόν ανοίγει την καρδιά του ο γκρινιάρης μου.
Προσπάθησα να καταλάβω κάτι στον τόνο της φωνής της, μια μομφή για αυτή την φιλία, μια ζήλεια, κάτι. Τίποτα.
- Έτσι είναι αγόρια μου οι αντρικές φιλίες, οι αντρικές αγάπες. Κρατάνε μια ζωή.
- Γυναίκα μην τα πρήζεις τα παιδιά. Άσε μας να πούμε και τα δικά μας. Τα ‘λεγα εγώ, αλλά εσείς την θέλατε χαχαχα.
Η κουβέντα στράφηκε μετά για τις δουλειές μας και με συμβουλές του παππού. Έξω είχε πια νυχτώσει. Πόσο γρήγορα περνά η ώρα άμα περνάει ευχάριστα.
- Τι λες Παύλο, φεύγουμε και εμείς, να δούμε τι θα κάνουμε το βράδυ?
- Ναι, να αφήσουμε και τον Θανάση με την Αντιόπη να ξεκουραστούν.
- Να πάτε στο καλό παιδιά μου, και Παύλο πάρε αυτό για να θυμάσαι ότι κάποτε με γνώρισες. Είναι καλή συντροφιά όταν θα μένεις μόνος. Μου το χε δώσει κάποτε ο κουμπάρος μου. Και βγάζει και μου δίνει το κομπολόι του.
- …
- Πάρτο και μην ακούσω τίποτα.
- Και εγώ αγόρι μου σας έβαλα τα φαγητά να έχετε να τρώτε. Σου έχω και τις συνταγές μέσα. Να πάτε στην ευχή του Θεού, και Παύλο …
- Τι Αντιόπη?
- Να μου τον προσέχεις, τον πασά μου.
- Αν με αφήσει.
- Του παίρνει χρόνο, αλλά θα σ’ αφήσει.
- Καλές Χρονιές να έχουμε παιδιά μου.
Από τότε μαζεύω κομπολόγια. Είχε δίκιο ο παππούς Θανάσης. Κρατάνε καλή συντροφιά τα άτιμα!!!

No comments:

Post a Comment

Πόσα μυστήρια να λύσω πια?